Παραδοσιακές χρήσεις των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών της ορεινής περιοχής του Τροόδους


Αιτητές:

Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών

Ινστιτούτο Κύπρου

Αναπτυξιακή Εταιρεία Κοινοτήτων Περιοχής Τροόδους Λτδ (ΑΝΕΤ)

Αναπτυξιακή Εταιρεία Επαρχίας Λεμεσού ΛΤΔ (ΑΝΕΛΕΜ)

 

Ενδιαφερόμενες κοινότητες και φορείς:

Οι παραδοσιακές χρήσεις των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών της περιοχής Τροόδους, ως στοιχείο άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, έχουν άμεση σχέση με τις δράσεις και τη γενικότερη φιλοσοφία της ύπαρξης ομάδων (π.χ., πολιτιστικοί φορείς, σύλλογοι γυναικών υπαίθρου, εργαστήρια παραδοσιακών εδεσμάτων και απόσταξης αρωματικών φυτών, εκπαιδευτικά κέντρα, Μοναστήρια, κ.ά.), που δρουν ως οργανωμένες συλλογικότητες ή ως αυτόνομες και ανεξάρτητες μονάδες. Ενδεικτικά αναφέρονται οι κοινότητες Πλατρών και Αγριδίων, το δίκτυο θεματικών κέντρων Τροόδους, η Ιερά Μονή Μαχαιρά και ο Πολιτιστικός Σύνδεσμος Κάμπου - Τσακίστρας, οικογενειακές επιχειρήσεις και εργαστήρια μεταποίησης τοπικών αγροτικών προϊόντων, φυτικής ή ζωικής προέλευσης, όπως γλυκά του κουταλιού και αλλαντικά,  αλλά και φυσικά πρόσωπα, όπως οι Σταύρος Μαλάς, Ιωάννης Κασινίδης και Μιχαλάκης Μαυροσκούφης από τον Κάμπο, οι οποίοι με τις γνώσεις και τη δραστηριότητά τους δύνανται να εμπλουτίσουν το στοιχείο και να συνεισφέρουν στην ενδυνάμωσή του.

 

Πεδίο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς:

γνώσεις και πρακτικές για τη φύση και το περιβάλλον

παραδοσιακή διατροφή και εθιμικές πρακτικές

 

Έτος εγγραφής:

2022

 

Γεωγραφική κατανομή:

Η ορεινή περιοχή του Τροόδους, που εμπίπτει στη δεύτερη φυτογεωγραφική υποδιαίρεση της Κύπρου, φιλοξενεί τα περισσότερα ενδημικά φυτικά είδη του νησιού. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ορεινούς βιότοπους σε ολόκληρη την Ευρώπη και οι κάτοικοί της θεματοφύλακες των ιδιαίτερων παραδόσεων της περιοχής. Μάλιστα, μεγάλο μέρος της περιοχής βρίσκεται εντός των ορίων του Παγκόσμιου Γεωπάρκου UNESCO Τροόδους.

 

Σύντομη περιγραφή:

Τα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά του Τροόδους, από τα βάθη των αιώνων έως σήμερα, ήταν και είναι συνυφασμένα με τη ζωή των κατοίκων. Από το μεγάλο εύρος των χρήσεών τους γίνεται σαφές ότι, για τους κατοίκους του Τροόδους, η λύση για την κάλυψη πολλών (βασικών και μη) αναγκών βρισκόταν στη φύση. Πέρα από την αξιοποίηση των φαρμακευτικών ιδιοτήτων των φυτών του Τροόδους, συχνότατη ήταν και η χρήση τους σε ποικίλες εκφάνσεις της καθημερινότητας, όπως στη μαγειρική, στην περιποίηση και προσωπική υγιεινή, στη φροντίδα των ζώων, στις κατασκευές, στο κυνήγι και το ψάρεμα, στο εμπόριο και στη θρησκευτική λατρεία και παράδοση. Αρκετά αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά της περιοχής Τροόδους καλλιεργούνται σήμερα συστηματικά, κάποια αυτοφύονται, ενώ ένα μεγάλο ποσοστό των παραδοσιακών χρήσεων εξακολουθεί να είναι εν ισχύ, υποδηλώνοντας την αναγνώριση του στοιχείου ως πολιτιστικής κληρονομιάς των ντόπιων, η οποία μεταβιβάζεται στις νεότερες γενιές έως σήμερα. Επίσης, οι μέθοδοι προετοιμασίας και παρασκευής τους, ως ιδιαιτερότητα της κάθε περιοχής, καθώς και η αναβίωση των παραδοσιακών χρήσεων μέσα από καθιερωμένα φεστιβάλ, ενισχύουν την αίσθηση της ταυτότητας και της συνέχειας.

 

Εκτενέστερη περιγραφή:

Ιδιαίτερο παράδειγμα αποτελεί η εμφάνιση της συστηματικής καλλιέργειας των τριαντάφυλλων (Rosa damascena) στην Κύπρο. Η μεταφορά του συγκεκριμένου είδους τριανταφυλλιάς στην Κύπρο έγινε από μοναχούς του Κύκκου, που είχαν ταξιδέψει σε μετόχια της Μονής στη Ρουμανία. Η καλλιέργεια ανάγεται γύρω στο 1700 μ.Χ. και εντοπίζεται αρχικά στο Μυλικούρι, όπου είχε ιδρυθεί ο πρώτος σύνδεσμος τριανταφυλλοπαραγωγών, που παρασκεύαζε ροδόσταγμα και ροδέλαιο. Ο σύνδεσμος μεταφέρθηκε αργότερα στον Αγρό. Σύμφωνα με μαρτυρίες, στις 21 Νοεμβρίου, ανήμερα της εορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου, ο κόσμος επισκεπτόταν το Μοναστήρι του Κύκκου και το Μυλικούρι, από όπου έπαιρναν πορίζια και τα μετέφεραν στον Αγρό. Σημαντική για την καλλιέργεια του τριαντάφυλλου ήταν η συμβολή του διδάσκαλου, λαογράφου και συγγραφέα Νέαρχου Κληρίδη από τον Αγρό, ο οποίος μετέφερε το 1917 την πρώτη τριανταφυλλιά στον Αγρό από τις Πλάτρες. Ο Νέαρχος Κληρίδης δημιούργησε ένα καταστατικό, προτρέποντας κάθε μαθητή του σχολείου τρίτης έως έκτης τάξης δημοτικού να φυτέψει 50 τριανταφυλλιές, έτσι ώστε να οριοθετήσουν τα χωράφια των γονέων τους και να λήξουν οι φιλονικίες που υπήρχαν για το θέμα αυτό μεταξύ των κατοίκων. Το 2020 (έτος διεξαγωγής των συνεντεύξεων της εθνοβοτανικής μελέτης) συμπληρώθηκαν 102 χρόνια παρασκευής ροδοστάγματος στον Αγρό. Στο Μοναστήρι του Μεγάλου Αγρού, το οποίο δεν υπάρχει σήμερα, η παρασκευή του ροδοστάγματος γινόταν με τον λαμπίκο (παραδοσιακός αποστακτήρας). Στις μέρες μας, η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται περιορισμένα σε κάποιες περιοχές, καθώς αντικαταστάθηκε από σύγχρονους αποστακτήρες.

Επίσης, σημαντικό για την κυπριακή οικονομία ήταν το ρούδι ή σουμάκι (Rhus coriaria). Η σπουδαιότητα του φυτού καταγράφηκε μέσα από μαρτυρίες που αναφέρουν ότι η συγκομιδή του κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας στην Κύπρο διεπόταν από ειδική νομοθεσία, βάσει της οποίας έπρεπε να εκδοθεί άδεια από τον έπαρχο για την έναρξή της. Ανάλογα με την περιοχή, το ρούδι συγκομιζόταν από τον Ιούλιο μέχρι τον Οκτώβριο και ακολούθως μεταφερόταν σε έναν χώρο επεξεργασίας, όπου το κοπάνιζαν. Συγκεκριμένα, αφού το αποξήραιναν, το «χτυπούσαν» για να απομακρυνθούν τα ξυλώδη μέρη και να παραμείνουν μόνο τα φύλλα, τα οποία, ακολούθως, τα τοποθετούσαν μέσα σε σακιά, τις κανναβίτσες. Οι κάτοικοι του Τροόδους πωλούσαν τα αποξηραμένα φύλλα ρουδιού σε έναν έμπορο στη Λάρνακα, που τα εξήγαγε στην Αίγυπτο και στην Αμερική για βυρσοδεψία ή/και για την παρασκευή σαπουνιού. Σύμφωνα με μία άλλη καταγραφή, μετά τη συγκομιδή, άπλωναν τους τρυφερούς βλαστούς σε καθαρά σημεία γύρω από τα αμπέλια για αποξήρανση και κοπάνισμα με ξύλα για να απομονώσουν τα ξερά φύλλα. Στη συνέχεια, τα πουλούσαν σε κάποιον έμπορο για εξαγωγή στην Ιταλία, στον Καναδά και στην Αγγλία. Ακόμη, τη δεκαετία του 1980 υπήρχαν έμποροι που δραστηριοποιούνταν οι ίδιοι από χωριό σε χωριό και αγόραζαν τα φύλλα και τους καρπούς του ρουδιού, με σκοπό την εξαγωγή έναντι 5-6 σελινιών ανά οκά. Η καλλιέργεια του φυτού ήταν πολύ ανεπτυγμένη και σημαντική για τους κατοίκους του Τροόδους, γεγονός το οποίο τεκμηριώνεται μέσα από τη λειτουργία εργοστασίων επεξεργασίας και χρήσης του. Συγκεκριμένα, στη Λεμεσό λειτουργούσε ένα εργοστάσιο για την επεξεργασία του ρουδιού, ενώ στον Πεδουλά υπήρχαν οκτώ βυρσοδεψεία. Για την επεξεργασία των δερμάτων, στην οποία αξιοποιούνταν οι δεψικές ιδιότητες του ρουδιού, γέμιζαν ειδικές δεξαμενές ή ολόκληρα δωμάτια με νερό έως μισό μέτρο ύψος, όπου άφηναν το ρούδι να «φουσκώσει». Ακολούθως, πρόσθεταν στο βρεγμένο ρούδι κοπριά από κότες, «φούσκωναν» το δέρμα με αέρα για να αναποδογυρίσει και το άφηναν για να μουσκέψει. Έτσι, απομακρυνόταν το τρίχωμα των ζώων από τη ρίζα του. Ο απασχολούμενος με την εργασία αυτή καλούνταν γναθκιάς. Σημαντικό είναι το ότι το βράσιμο των καρπών από το ρούδι έδινε ένα κοκκινωπό χρώμα, το οποίο αποτελούσε ένα από τα τρία κύρια χρώματα, (κίτρινο, κόκκινο και μπλε) κατασκευής των εφταλοΐτικων μαντιλιών στο Κοιλάνι (δηλ., χρωματισμοί εφτά λογιών). Τα μαντίλια αυτά ήταν ολομέταξα, διαστάσεων ένα επί ένα μέτρο και τα έδεναν οι γυναίκες στο κεφάλι σε επίσημες γιορτές, σε γάμους και κατά τον εκκλησιασμό. Η παραδοσιακή τεχνική κατασκευής τους λέγεται «δένω–βάφω»: Με μία μεταξωτή κλωστή έδεναν κόμπους το μαντίλι και το εμβάπτιζαν μέσα στη βαφή για να χρωματιστεί μέχρι το σημείο του κόμπου. Στη συνέχεια, άφηναν το μαντίλι να στεγνώσει, έλυναν τον κόμπο και έδεναν καινούργιο για να επαναλάβουν τη διαδικασία. Για τα υπόλοιπα χρώματα που χρειάζονταν οι κάτοικοι του Τροόδους για την κατασκευή των εφταλοΐτικων χρησιμοποιούσαν και πάλι τη φύση ως εξής: για το χρυσαφί χρώμα χρησιμοποιούσαν τη χρυσοξυλιά (Rhamnus alaternus), ενώ το μαύρο χρώμα προέκυπτε από βράσιμο φλούδων ροδιού (Punica granatum). Από τα φρέσκα φύλλα δάφνης (Laurus nobilis) ή ελιάς (Olea europaea) παρήγαγαν το πράσινο χρώμα, από τα ξερά κρεμμυδόφυλλα (Allium cepa) το κιτρινωπό, από το ριζάρι (Rubia tinctorum) το κόκκινο-καφέ και από τα άνθη μαργαρίτας (Glebionis coronaria) το κίτρινο. Κάποια χρώματα προέκυπταν από συνδυασμούς φυτών. Τα εφταλοΐτικα μαντίλια πωλούνταν σε παζάρια της Λευκωσίας και της Λεμεσού, καθώς και στο εξωτερικό από τους καπετάνιους. Έχουν βρεθεί μέχρι και στο Καστελόριζο, όπου τα φορούσαν οι νύφες στους γάμους. Σήμερα, το ρούδι αξιοποιείται κυρίως ως αρτυματικό στη μαγειρική.

Ακόμα, μια πολύ σημαντική καλλιέργεια για τους κατοίκους ήταν το αμπέλι (Vitis vinifera) και οι παραδοσιακές χρήσεις του, όπως η παραγωγή κρασιού και ζιβανίας. Ορισμένοι κάτοικοι στον Αγρό και στο Γούρρι περιγράφουν χαρακτηριστικά ότι μέσα στα άδεια πιθάρια, όπου θα αποθήκευαν το κρασί, τοποθετούσαν σε αναμμένα κάρβουνα ένα κεραμίδι, πάνω στο οποίο είχαν κοπανισμένα τεράτσια. Με αυτόν τον τρόπο κάπνιζαν τα πιθάρια για να αρωματιστούν και να αποστειρωθούν. Για τη στεγανοποίηση του πιθαριού έβαζαν μέσα πίσσα του πεύκου, το λεγόμενο «πισσάτζι». Για να μεταφέρουν μαζί τους μία μικρή ποσότητα κρασιού, το έβαζαν μέσα σε ασκί από δέρμα κατσίκας. Η μεγαλύτερη ποσότητα ζιβανίας παραγόταν στο Παλαιχώρι και κατά την Αγγλοκρατία το πωλούσαν στους Άγγλους.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ήταν η παραδοσιακή χρήση του δενδρολίβανου (Rosmarinus officinalis) στο «θερμό» (είδος ατμόλουτρου), το οποίο χρησιμοποιούνταν για την αποκατάσταση και την περιποίηση των λεχώνων, συνήθως στις οκτώ και 40 μέρες μετά τη γέννα. Μέσα στο ζεστό νερό έβαζαν δενδρολίβανο, ευκάλυπτο (Eucalyptus spp.) και μερσινιά (Myrtus communis) και κάλυπταν τη λεχώνα με ένα σεντόνι για να εισπνέει τους ατμούς, έχοντας τα πόδια της μέσα στο ποδόλουτρο. Μετά από αυτό το μπάνιο, το οποίο παραδοσιακά ετοιμαζόταν σε προθερμασμένο (πυρωμένο) πιθάρι, την περιτύλιγαν με το τουλουπάννιν «για να σφίξουν τα κόκκαλα και να επανέλθουν στη θέση τους». Αναπαράσταση αυτής της πρακτικής κοσμεί την είσοδο του παραδοσιακού μουσείου στο Φοινί, ενώ μία παραλλαγή αυτής της μεθόδου, κυρίως ως ποδόλουτρο πλέον, εφαρμόζεται σε διάφορες περιοχές, με την προσθήκη μερικών ακόμα βοτάνων. Επίσης, ένα άλλο θερμό λουτρό εντοπίστηκε στην Άλωνα, σε περιγραφές κόρης ενός διάσημου θεραπευτή, όπου τα φύλλα της δάφνης, σε συνδυασμό με φύλλα άλλων φυτών, όπως του κόνυζου, του βασιλικού, της συκιάς, του πεύκου, του κισσού, της μερσινιάς και του κυπαρισσιού, τοποθετούνταν σε μία κατσαρόλα για βράσιμο δεκαπέντε λεπτών και, αφού κρύωναν, χρησιμοποιούνταν στο τελευταίο ξέπλυμα στο μπάνιο για τη θεραπεία οποιασδήποτε πάθησης του σώματος. Αυτό το λουτρό αναφέρεται με περισσότερες λεπτομέρειες στο «Ιατροσοφικόν (1924)», που αποτελεί μία συλλογή συνταγών για τις θεραπευτικές εφαρμογές των βοτάνων του 17ου αιώνα.

Αναφορικά με τις παραδοσιακές χρήσεις των αρωματικών φυτών στη θρησκευτική λατρεία, μία ενδιαφέρουσα πληροφορία αφορά στη χρήση των κλάδων της μερσινιάς για τον στολισμό του Επιταφίου. Επίσης, όταν επρόκειτο να υποδεχτούν κάποιο επίσημο πρόσωπο στην εκκλησία, όπως τον αρχιεπίσκοπο, έστρωναν αντί χαλιού κλαδιά μερσινιάς και δάφνης. Την Πρωτοχρονιά στόλιζαν τις πόρτες με κλαδιά από μερσινιές, ελιές και σπατζιές (Salvia spp.), καθώς υπήρχε η δοξασία ότι έδιωχναν τους καλικάντζαρους.

Η καρυδιά (Juglans regia), πέρα από σημαντικό εμπορεύσιμο προϊόν, αξιοποιείτο και για τις θεραπευτικές της ιδιότητες. Οι καρποί της καρυδιάς χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή του πολύ διαδεδομένου γλυκού του κουταλιού, το καρυδάκι. Τα φύλλα του δέντρου και οι πράσινες φλούδες του φρέσκου καρυδιού χρησιμοποιούνταν ως βαφή μαλλιών. Έλουζαν, δηλαδή, τα μαλλιά τους με το νερό στο οποίο είχαν βράσει τα φύλλα και τις φλούδες. Σύμφωνα με κάτοικο από το Μυλικούρι, υπήρχαν επαγγελματίες που βάκλιζαν την καρυδιά για να συγκομίσουν τον καρπό. Μετά τη συγκομιδή (τέλος Αυγούστου), τα καρύδια τοποθετούνταν για λίγο στον ήλιο για να στεγνώσουν. Τα βράδια οι γυναίκες καθάριζαν τα καρύδια για να προλάβουν να τα «πουλήσουν» στο πανηγύρι της Παναγίας του Κύκκου στις 8 Σεπτεμβρίου. Συνήθως τα αντάλλαζαν με προϊόντα που δεν υπήρχαν στο χωριό, όπως με σιτάρι, κριθάρι και φασόλια. Στις περιοχές όπου αφθονούσαν οι καρυδιές, πουλούσαν την ξυλεία τους για την κατασκευή επίπλων.

H ρητίνη της ξισταρκάς (Cistus spp.), αποτελούσε στην αρχαιότητα ένα από τα πιο σημαντικά εξαγώγιμα προϊόντα της Κύπρου. Ο τρόπος συγκομιδής αυτής της ρητίνης (ή ρετσίνι), γνωστής ως λάδανο, η οποία είχε και θεραπευτική χρήση, φτάνει μέχρι τις μέρες μας, μέσα από τη διήγηση ενός κατοίκου της Άλωνας: «Η γιαγιά μου έκοβε τα γένια του τράγου που είχε μπει στις ξισταρκές και τηγάνιζε την πίσσα. Όταν έλιωνε, την έκανε μικρές μπάλες, που χρησιμοποιούσε για εντριβή πάνω στο στήθος του μωρού, όταν αυτό κρυολογούσε. Τις μπάλες αυτές τις αποθήκευαν μέσα σε ένα κομμάτι από ύφασμα». Η διαδικασία παραλαβής του λάδανου περιγράφεται εκτενώς από τον Χατζηκυριάκου (2007). Το ρετσίνι της ξισταρκάς το ζύμωναν για να τρίβουν το σώμα τους και να μοσχομυρίζουν. Στο χωριό Άγιος Θεόδωρος Αγρού υπήρχε εργαστήριο παρασκευής αρωμάτων, που η λειτουργία του έπαυσε το 1955. Για την παρασκευή αρωμάτων, τα οποία εξήγαγαν, χρησιμοποιούσαν τοπικά φυτά, όπως ξισταρκά, δάφνη, μερσίνι και ποταμοΐτανο (Mentha longifolia).

Από τα παραπάνω παραδείγματα είναι προφανής η ποικιλία των χρήσεων σε διάφορες πτυχές της καθημερινότητας των κατοίκων. Τα άτομα που ήταν επιφορτισμένα με την πρακτική εξάσκηση των μαγειρικών, θεραπευτικών και θρησκευτικών χρήσεων ήταν κυρίως οι ηλικιωμένες γυναίκες της οικογένειας. Ένας κάτοικος από το Γούρρι ανακαλεί στη μνήμη του τη γιαγιά του (γύρω στο 1900) να χρησιμοποιεί τα φαρμακευτικά φυτά για τη θεραπεία των ασθενών. Παράλληλα με τη θεραπεία, κάποιες γυναίκες έκαναν γητειές και έλεγαν ευχές. Μάλιστα, οι μητέρες με πολλά παιδιά φρόντιζαν να τα διδάξουν τις θεραπευτικές ιδιότητες των βοτάνων, τόσο για να τα προστατεύσουν, όσο και για να εξασφαλίσουν επιπλέον εισόδημα για την οικογένεια. Επίσης, φρόντιζαν να προσθέτουν στα φαγητά φυτά με θεραπευτικές ιδιότητες, ώστε να αυξάνεται η ωφέλεια από την πρόσληψη της τροφής. Ο τρόπος που προσέγγιζαν, διαχειρίζονταν και αξιοποιούσαν τα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά φανερώνει τον σεβασμό και τη σοφία αυτών των ανθρώπων απέναντι σε αυτό το δώρο της φύσης.

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

Γεννάδιου, Π.Γ. (1959), Λεξικόν Φυτολογικόν Τόμος Α. Εκδόσεις: Μόσχου Χρ. Γκιούρδα, Αθήνα.

Γιάγκου, Β. (2012), Διατροφή και γευματικές συνήθειες στην Κύπρο από την προϊστορική μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών «Εφαρμοσμένη διαιτολογία-διατροφή», Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο.

Ευαγγελάτου, Φ. (χχ), Ξεχασμένες νοστιμιές του κυπριακού χωριού: 401 Αυθεντικές παραδοσιακές και δοκιμασμένες συνταγές μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής με λαογραφικά στοιχεία. Ιδιωτική έκδοση: Λεμεσός.

Arnold, N., Bellomaria, B., Valentini, G. &. Arnold, H. J, (2011). Comparative Study of the Essential Oils from Three Species of Origanum Growing Wild in the Eastern Mediterranean Region. Journal of Essential Oil Research, 5 (1).

Belgiorno, M.R., Lazarou, Y., Lentini, A., (2010), Parfum de Chypre, The role of Aphrodite’s island in the history of the Mediterranean scents, Vol. 1. Publication: F. Lazarou Investments LTD.

 

Επικοινωνία:

Κωνσταντίνα Σταυρίδου

Λειτουργός Γεωργικών Ερευνών, Κλάδος Βελτίωσης Φυτών, Αρωματικά και Φαρμακευτικά Φυτά

Email: ConstantinaStavridou@ari.gov.cy