Κυπριακή χαρουπιά: παραδοσιακές τεχνικές καλλιέργειας, συγκομιδής, επεξεργασίας


Αιτητής:

Μουσείο Κυπριακών Τροφίμων και Διατροφής

Κοινότητα Ανώγυρας

Πανεπιστήμιο Κύπρου

 

Ενδιαφερόμενες κοινότητες (σχετικοί φορείς και συνεχιστές του στοιχείου):

Μουσείο Κυπριακών Τροφίμων και Διατροφής, Κοινότητα Ανώγυρας, Πανεπιστήμιο Κύπρου, ομάδες και άτομα που ασχολούνται με την καλλιέργεια και μεταποίηση χαρουπιών

 

Πεδίο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς:

προφορικές παραδόσεις

γνώσεις και πρακτικές για τη φύση και το σύμπαν

παραδοσιακή διατροφή και εθιμικές πρακτικές

 

Έτος εγγραφής:

2018

 

Γεωγραφική κατανομή:

Η χαρουπιά είναι δέντρο με περιορισμένες εδαφικές απαιτήσεις. Ευδοκιμεί σε διάφορα είδη εδαφών, εκτός από πολύ αργιλώδη και υγρά εδάφη, ευδοκιμεί ακόμα και σε βραχώδη, ξηρά και επικλινή εδάφη με την προϋπόθεση ότι είναι βαθιά και ελαφριά, ούτως ώστε να διαπερνώνται από το ριζικό σύστημα της χαρουπιάς. Στην Κύπρο η χαρουπιά καλλιεργείται σε περιοχές με υψόμετρο μέχρι 600 μέτρα. Σύμφωνα με στοιχεία του Κυπριακού Οργανισμού Αγροτικών Πληρωμών για το 2017, οι συνολικές δηλωμένες καλλιεργούμενες εκτάσεις χαρουπιάς στην Κύπρο ανέρχονταν σε 7.496 δεκάρια. Από αυτά, 2.993 δεκάρια εντοπίζονται στην Επαρχία Λεμεσού, 2.908 δεκάρια καλλιεργούνται στην Επαρχία Πάφου, 1.310 δεκάρια στην Επαρχία Λάρνακας, 200 δεκάρια στην Επαρχία Λευκωσίας και 85 δεκάρια στην Επαρχία Αμμοχώστου.

Όσον αφορά την επαρχία Λεμεσού, οι κοινότητες στις οποίες εντοπίζονται οι μεγαλύτερες εκτάσεις χαρουπόδεντρων είναι το σύμπλεγμα των κοινοτήτων Φασούλας, Παραμύθας και Απεσιάς. Σημαντικές εκτάσεις εντοπίζονται και στις κοινότητες Λιμνάτη, Πισσουρίου και Μαθηκολώνης. Στην επαρχία Πάφου, οι μεγαλύτερες εκτάσεις εντοπίζονται στις κοινότητες Κοίλης, Μέσα Χωριού, Μεσόγης και Λυσού. Στην Επαρχία Λάρνακας, κέντρο της χαρουποκαλλιέργειας αποτελεί η Αθηένου, ενώ σημαντικές εκτάσεις εντοπίζονται στις κοινότητες Πετροφάνι και Αβδελλερό.

 

Σύντομη περιγραφή:

Η χαρουπιά είναι ένα αείφυλλο, μακρόβιο δέντρο με πλούσια βλάστηση. Ανήκει στην οικογένεια Leguminosae και καλλιεργείται ευρέως στη περιοχή της Μεσογείου, όπου θεωρείται σημαντικό συστατικό της βλάστησης για οικονομικούς και περιβαλλοντικούς λόγους. Το επίσημο όνομά της, Ceratonia siliqua, προέρχεται από την ελληνική λέξη κέρας και τη λατινική siliqua, υποδηλώνοντας το σχήμα και τη σκληρότητα του κεράτου. Στο νησί μας, τα χαρούπια είναι πιθανό να εμπλούτιζαν το διαιτολόγιο τόσο ανθρώπων και ζώων ήδη από την Νεολιθική Εποχή. Με το πέρασμα των χρόνων, ωστόσο, η επεξεργασία του καρπού τους απέκτησε μεγαλύτερη αξία, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σε μία από τις βασικές δραστηριότητες της κυπριακής οικονομίας. Γραπτές μαρτυρίες σχετικά με την καλλιέργεια του δέντρου και την εξαγωγή χαρουπιών υπάρχουν ήδη από την Αρχαιότητα και αυξάνονται κατά την εποχή της Βενετοκρατίας. Περισσότερες γραπτές μαρτυρίες διαθέτουμε ιδιαίτερα από την περίοδο της Βρετανικής Διακυβέρνησης, οι οποίες καταδεικνύουν ότι, για πολλές αγροτικές περιοχές, τα χαρούπια και τα παράγωγα τους αποτελούσαν σημαντική πηγή εισοδήματος. Στα μεγάλα κέρδη που απέφεραν οι εξαγωγές τους οφείλεται ο χαρακτηρισμός «Ο μαύρος χρυσός της Κύπρου», που αποδόθηκε στο χαρούπι.

Γνωστά παραδοσιακά παρασκευάσματα από χαρούπι, είναι το παστέλλι και το τερατσόμελο. Πληθώρα εδεσμάτων με βάση το χαρουπόμελο, όπως τα τερτζελλούθκια ή λουλλούθκια, τα σουππούθκια, ο χαλουβάς ο κουβαρκαστός κ.ά., παρασκευάζονται σε περιοχές της Κύπρου όπου φύονται χαρουπιές. Τα χαρούπια, επίσης, χρησιμοποιούνταν και στην παραδοσιακή ιατρική. Για παράδειγμα, στο Ιατροσοφικόν, το οποίο συνέθεσε στις αρχές του 19ου αιώνα ο Μητροφάνης, σκευοφύλακας της Ιεράς Μονής Μαχαιρά, γράφει πως τα «τεράτσια» μαζί με χλωρά ή ξερά τριαντάφυλλα, σουμάκι και γλυκό κρασί μπορούν να θεραπεύσουν την αιμορραγία. Από την άλλη, σύμφωνα με μαρτυρίες του περασμένου αιώνα, το χαρουπόμελο δινόταν στα παιδιά για την καταπολέμηση του βήχα, της διάρροιας και της γαστρεντερίτιδας.

 

Αναλυτική περιγραφή:

Η χαρουπιά ήταν δέντρο ιθαγενές της Συρίας, ωστόσο εδώ και αιώνες απαντά αυτοφυόμενο και καλλιεργείται στις μεσογειακές χώρες: Ελλάδα, Μ. Ασία, Βόρειο Αφρική, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, νησιά της Μεσογείου, περιλαμβανομένης και της Κύπρου. Ο  Θεόφραστος (4ος αι. π.Χ.) ονομάζει τη χαρουπιά «κερωνία». Από άλλους ο καρπός ονομάστηκε «αιγύπτιο σύκο», εσφαλμένα εφόσον πατρίδα της χαρουπιάς είναι η Συρία. Αργότερα, ο Έλληνας ιατρός Διοσκουρίδης (1ος αι. μ.Χ.) ονόμασε την χαρουπιά «κερατέα» και τον καρπό της «κεράτιο». Από την κερατέα και το κεράτιο προέκυψε και το όνομα ceratonia από τους Λατίνους. Πριν από τα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. δεν φαίνεται να είχε διαδοθεί η καλλιέργεια της χαρουπιάς στη Μεσόγειο, αφού ο Γαληνός ευχόταν τα χαρούπια να μην μεταφέρονται από τους τόπους όπου παράγονταν σε άλλες χώρες προς βρώση, επειδή τα θεωρούσε δύσπεπτα. Στη μακραίωνη καλλιέργεια της χαρουπιάς στη Μεσόγειο οφείλεται μάλλον το επίθετο «αποστολική», που δόθηκε στο δέντρο στην Κύπρο. Είναι πολύ πιθανόν οι αποκαλούμενες αποστολικές χαρουπιές να ονομάστηκαν έτσι είτε γιατί ο κόσμος πίστευε ότι μεταφέρθηκαν στη μεγαλόνησο από τους Αποστόλους ή επειδή ήταν αιωνόβια δένδρα που υφίσταντο από την εποχή των Αποστόλων. Τα χαρούπια ήταν γνωστά ως ιδανική τροφή των χοίρων, γεγονός το οποίο αναφέρεται και στην παραβολή του ασώτου στην Καινή Διαθήκη. Η χαρουπιά είναι γνωστή κατά τόπους ως ξυλοκερατιά, κουτσουπιά, χαρουπιά ή τερατσιά και ο καρπός της ξυλοκέρατο, χαρούπι ή τεράτσι. Η τερατσιά και το τεράτσι, όπως τα αποκαλούμε στην Κύπρο, έχουν προκύψει εκ παραφθοράς από το κερατέα και κεράτιο, ενώ τα ονόματα χαρουπιά και χαρούπι προέρχονται από το αραβικό Kharrub, λέξη που επεκράτησε στις ευρωπαϊκές γλώσσες. Υπάρχει και η άγρια χαρουπιά, ή αρκοτερατσιά, της οποίας ο καρπός είναι καστανού χρώματος, μικρού μεγέθους και ξυλώδης, ενώ αντίθετα της ήμερης και καλλιεργούμενης είναι μαύρος, μεγάλου σχήματος και ζαχαρώδης. Στο μαύρο χρώμα οφείλεται και η ονομασία μαύρος χρυσός. Το χαρούπι χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, για την παρασκευή δροσιστικών ποτών, για σερμπέτια, για χαρουπόμελο (τερατσόμελο) και βέβαια για το παστέλλι. Το χαρουπόμελο/τερατσόμελο χρησιμοποιείται σε πίτες και ζυμαρικά τα οποία παρασκευάζονται σε εορτές κατά τη διάρκεια νηστείας. Οι άωροι καρποί της χαρουπιάς χρησιμοποιούνταν παλαιότερα στη βαφική.

Η χαρουπιά είναι δένδρο παραβλαστικό όπως η ελιά, δηλαδή ανανεώνεται από τη ρίζα της. Ευδοκιμεί σε πετρώδεις και άγονες περιοχές και δεν χρειάζεται ιδιαίτερη φροντίδα. Η χαρουπιά πολλαπλασιάζεται με σπόρους, αλλά τα δένδρα αυτά είναι άγρια και πρέπει να εμβολιάζονται μετά από 4 ή και 5 χρόνια. Ωστόσο, κάποιες χαρουπιές, που προέρχονται από σπορά, παράγουν καρπό μεγάλο, παχύ και ζαχαρώδη. Αυτές οι χαρουπιές, αποκαλούνται στην Κύπρο κουντούρες ή και αποστολικές.

Ιστορία

Ενδείξεις για την παρουσία χαρουπιών στην Κύπρο έχουμε ήδη από την Νεολιθική Εποχή. Η σημασία της χαρουπιάς για την ιστορία του τόπου μας και τη χριστιανική παράδοση φαίνεται σε πηγές της Ύστερης Αρχαιότητας. Συγκεκριμένα, το λείψανο του Αποστόλου Βαρνάβα, ιδρυτή της Εκκλησίας της Κύπρου, θεωρείται ότι ανακαλύφθηκε στην Κύπρο κάτω από μια χαρουπιά.

Κατά τη Βυζαντινή περίοδο, εντοπίζουμε για πρώτη φορά την κατανάλωση του χαρουπόμελου και του παστελλιού. Ο ιστορικός Andrew Dalby αναφέρει ότι τότε παρασκευάζονταν ένα είδος γλυκού τραχανά με μέλι, πασπαλισμένου με σπόρους χαρουπιού ή σταφίδες καθώς και μια άλλη ομάδα γλυκών, οι «σισαμόπιτες» και το παστέλλι, που περιείχαν ξηρούς καρπούς, φρούτα και χαρουπόμελο.

Με την έλευση των Φράγκων στο νησί το 1192 και τη εγκαθίδρυση του φεουδαρχικού συστήματος, η παραγωγή και εμπορία χαρουπιών πήρε άλλες διαστάσεις. Τώρα, ολόκληρα χωριά με καλλιέργειες χαρουπιών πωλούνται ως φέουδα σε μεγαλογαιοκτήμονες, οι οποίοι αξιοποιούν τα χαρούπια τόσο για εγχώρια κατανάλωση όσο και για εξαγωγές. Σημαντικές περιοχές καλλιέργειας χαρουπιών υπήρξαν οι περιοχές της Κερύνειας και της Λεμεσού.

Την περίοδο της Βενετοκρατίας (16ος αι.), η παραγωγή και το εμπόριο χαρουπιών αυξάνονται κατακόρυφα. Οι περιηγητές και οι προσκυνητές που έρχονται στο νησί από την Δύση, μένουν κατάπληκτοι από την αφθονία αυτού του καρπού και την εκτεταμένη του χρήση, ειδικά στις περιοχές Λεμεσού και Κερύνειας.

Αναφορές έχουμε και για τη χρήση χαρουπόμελου. Συγκεκριμένα, στα τέλη του 16ου αιώνα, ο Γερμανός περιηγητής Reinhold Lubbenau αναφέρει ότι τα φρέσκα χαρούπια δίνουν μέλι, το οποίο χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική και το εξήγαγαν σε πολλά μέρη. Προσθέτει ότι στην Κύπρο και στην Αλεξάνδρεια χρησιμοποιούσαν χαρουπόμελο ως υποκατάσταστο της ζάχαρης.

Σε βενετική πηγή του 1566 απαντά η παλαιότερη γραπτή μνεία για παρασκευή παστελλιού και μάλιστα για πώλησή του από πλανοδιοπώλη. Στις πηγές αναφέρονται επίσης χωριά στα οποία υπήρχαν χαρουπώνες ή «τερατσαρκές», όπως η Αυδήμου, η Επισκοπή και γενικά η περιοχή της Λεμεσού, η περιοχή της Κερύνειας και η χερσόνησος της Καρπασίας. Σε άλλα βενετικά έγγραφα γίνεται ειδικότερη μνεία στα χωριά Ριζοκάρπασο, Γεράνι και Άγιος Ηλίας.

Κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας (1571-1878), η άφθονη παραγωγή χαρουπιών και η παρασκευή χαρουπόμελου συνεχίστηκε σύμφωνα με τις μαρτυρίες πολλών περιηγητών.

Κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας, για πολλές αγροτικές περιοχές, το χαρούπι έγινε η κύρια πηγή εισοδήματος. Στις αρχές της Βρετανικής διακυβέρνησης, η παραγωγή και επεξεργασία χαρουπιών γινόταν αποκλειστικά στα χωριά. Μύλοι άλεθαν τα χαρούπια, και οι παραγωγοί τα ζύγιζαν σε ειδικές ζυγαριές, στέλνοντάς τα στους εμπόρους για εξαγωγή. Η τιμή των χαρουπιών, ωστόσο, ανέβηκε κατακόρυφα αμέσως μετά τον πόλεμο του 1940 και γύρω στο 1970. Το 1945-46 έγινε η πρώτη συλλογική προσπάθεια διάθεσης χαρουπιών στην επαρχία Λεμεσού με τη συμμετοχή περίπου δέκα τοπικών συνεταιρισμών. Δημιουργήθηκαν πέντε περιφερειακές ενώσεις εμπορίας καρπών, τόσο σε τοπικό επίπεδο όσο και στο εξωτερικό, με εξαίρεση την περιοχή της Λευκωσίας, όπου δεν καλλιεργούνταν χαρούπια. Μέλη αυτών των ενώσεων ήταν οι συνεταιρισμοί των χωριών παραγωγής χαρουπιών. Οι περιφερειακές ενώσεις ήταν υπεύθυνες για την αποθήκευση, τον θρυμματισμό, την τοποθέτηση των χαρουπιών σε σακούλες και τέλος την φόρτωσή τους σε εμπορικά πλοία.  Κατά την ίδια περίοδο, τα χαρούπια αποτελούσαν και μία από τις κύριες γλυκαντικές ουσίες. Γλυκά με χαρουπόμελο, όπως ο χαλουβάς ο κουβαρκαστός, τα σουππούθκια και το κολλυφόζουμο, αναπτύχθηκαν σε καιρούς στέρησης και φτώχειας, και σε πολλά χωριά διατηρούνται μέχρι και σήμερα.

 

Η χαρουπιά στην περιοχή Ριζοκαρπάσου

Αξιοσημείωτο είναι το παραδοσιακό έδεσμα του Ριζοκαρπάσου, το γνωστό ως «οφτόν της τερατσιάς», κρέας κατσικίσιο το οποίο ψήνεται σε κλαδιά της τερατσιάς σε πυρωμένο φούρνο που σφραγίζεται με λάσπη. Άλλα παραδοσιακά εδέσματα, τα λουλλούθκια ή τερσιελλούθκια, ψήνονται στον ζωμό του χαρουπιού και σύμφωνα με το έθιμο παρασκευάζονται κατά τις εορτές του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου στις 29 Αυγούστου και του Τιμίου Σταυρού στις 14 Σεπτεμβρίου. Κατά τις ίδιες γιορτές στο Ριζοκάρπασο παρασκευάζονταν και πίτες που ψήνονταν σε πέτρινη πλάκα, οι ονομαζόμενες λαγκόπιττες που τρώγονταν με χαρουπόμελο. Οι λαγκόπιττες θυμίζουν τα λαλάγγια ή λαλαγγίτες των Βυζαντινών. Στην περιοχή Ριζοκαρπάσου, τα είδη των χαρουπιών ανάλογα με τη μορφή και το σχήμα τους είχαν διάφορα ονόματα. Μεταξύ αυτών ήταν τα κομπωτά, που είχαν μεγάλα κουκούτσια και η επιφάνειά τους έμοιαζε να έχει κόμπους, οι μασιαιράες που είχαν σχήμα μακρύ, τα σαρακήνικα που είχαν πολύ μέλι και τα κουντούρκα που είχαν μικρό σχήμα αλλά ήταν εξίσου εύγευστα με τα σαρακήνικα.

 

Προστασία και χρήσεις της χάρουπιάς σήμερα

Το Πανεπιστήμιο Κύπρου, η κοινότητα Ανώγυρας και το Μουσείο Κυπριακών Τροφίμων και Διατροφής αναλαμβάνουν δράσεις, όπως φαίνεται πιο κάτω με στόχο την συνέχιση της παράδοσης καλλιέργειας και επεξεργασίας του χαρουπιού.

Η Κοινότητα Ανώγυρας, ως ένα από τα  κύρια τερατσοχώρια του νησιού, κατά τους περασμένους αιώνες,  συνεχίζει μέχρι σήμερα την παραγωγή και επεξεργασία των χαρουπιών. Ο Σύνδεσμος Αποδήμων και Φίλων της Ανώγυρας (Κ.Σ.Α), όπως και οι οργανωμένοι φορείς του χωριού, συνεργάζονται για 30 και πλέον χρόνια στη διοργάνωση του Φεστιβάλ Παστελλιού, με στόχο την προώθηση του μοναδικού αυτού εδέσματος. Συγχρόνως στο χωριό λειτουργούν τρεις βιοτεχνίες παρασκευής Χαρουπόμελου και Παστελλιού,  οι οποίες είναι ανοικτές για το κοινό και δέχονται κάθε χρόνο χιλιάδες επισκέπτες, ντόπιους και ξένους. Επιπρόσθετα στο χωριό λειτουργούν τρία Μουσεία παστελλιού —ένα κοινοτικό και δύο ιδιωτικά— τα οποία παρουσιάζουν την ιστορία και τη διαδικασία παραγωγής του παστελιού. Η επιτροπή εκδηλώσεων του Κοινοτικού Συμβουλίου Ανώγυρας έχει ως κύρια αρμοδιότητα την δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών, για τη διάσωση και διάδοση του μοναδικού αυτού θησαυρού μας, του χαρουπιού και των προϊόντων του.

Το  Μουσείο Κυπριακών Τροφίμων και Διατροφής (ΜΚΤΔ) εκπόνησε το 2017 έρευνα αναφορικά με την ιστορία της χαρουπιάς και των προϊόντων της στην Κύπρο. Καταγράφηκαν στοιχεία, τα οποία προήλθαν από γραπτές πηγές από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι τα νεότερα. Αναφορικά με τα νεότερα χρόνια, πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις από τους λιγοστούς εναπομείναντες κατοίκους της Ανώγυρας που καλλιεργούσαν και επεξεργάζονταν τα χαρούπια με τον παραδοσιακό τρόπο. Ακόμα, ετοιμάστηκε  ταινία, η οποία κατέγραψε τις παραδοσιακές πρακτικές που συνδέονται με τη συγκομιδή, την επεξεργασία και το εμπόριο χαρουπιών στην Ανώγυρα, καθώς και τον παραδοσιακό τρόπο παραγωγής παστελλιού και χαρουπόμελου, και την ετοιμασία παραδοσιακών συνταγών με χαρούπι.

Συνεχιστής της παραγωγής χαρουπιού και της προσπάθειας προώθησης του είναι και το Πανεπιστήμιο Κύπρου, το οποίο αναπτύσσει δράσεις με στόχο να συμβάλει στην ενίσχυση της παραγωγής και μεταποίησης χαρουπιών στην Κύπρο, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες της τοπικής και της διεθνούς  αγορά. Το πρόγραμμα στηρίζεται στην επιστημονική ανάλυση των κυριότερων προϊόντων χαρουπιών στην Κύπρο και συνδυάζει διεπιστημονική έρευνα για τις ιδιότητες των χαρουπιών της Κύπρου με τις δυνατότητές ανάπτυξης καινοτόμων προϊόντων με βάση το χαρούπι, για τοπικές αλλά κυρίως διεθνείς αγορές. Η επιστημονική έρευνα θα καλύψει όλο το φάσμα της μελέτης του χαρουπιού, από την αύξηση της παραγωγικότητας και της βιωσιμότητας της καλλιέργειας, προσδιορίζοντας τις γενετικές, χημικές και λειτουργικές της ιδιότητες για την παραγωγή τροφίμων έως τον ορισμό και την τυποποίηση των προϊόντων της αγοράς που βασίζονται σε χαρούπι. Τέλος, βασικός στόχος είναι η δημιουργία μεγάλης φυτείας χαρουπιών με 40000 δέντρα (ήδη φυτευτήκαν 5000 δέντρα στην περιοχή Ορείτες της Πάφου).

 

Βιβλιογραφία:

 

Ayaz, F. A., Torun, H., Glew, R. H., Bak, Z. D., Chuang, L. T., Presley, J. M., Andrews, R. (2009) “Nutrient content of carob pod (Ceratonia siliqua L.) flour prepared commercially and domestically”. Plant foods for human nutrition, 64(4), 286-292.

Baston, O. (2016) “Production and analysis of ceratonia siliqua L. powders”. Annals. Food Science and Technology, 17(1), 50-54.

Battle I. and Tous J. (1997), Carob tree. Ceratonia siliqua L. Promoting the conservation and use of underutilized and neglected crops. Institute of Πlant Genetics and Crop Plant Research, Gatersleben/ International Plant Genetic Resources Institute, Rome, Italy.

Boas, J. A. (2006) Archaeology of the military orders. A survey of the urban centres, rural settlements and castles of the military orders in the Latin East (c.1120-1291). Oxon, USA and Canada: Routledge.

Bulca, S. (2016) “Some properties of carob pod and its use in different areas including food technology”. Scientific Bulletin. Series F. Biotechnologies, Vol. XX, 142-147.

Cyprus Government Printing Office (1955-1956) Statistics of Imports, Exports and Shipping also Currency, Banking, Weights and Measures (being sections 19, 20 and 21 of the Blue Book, 1955 and 1956) with a report by the Comptroller of Customs and Excise: for the year ended 31st December 1955 and 1956. Nicosia: Printed at the Cyprus Government Printing Office, 1947.

Dalby, A. (1996, 2000) Σειρήνια Δείπνα. Ιστορία της διατροφής και της γαστρονομίας στην Ελλάδα Ελλάδα (Siren Feasts), μτφ. Έλενα Πατρικίου. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Grivaud, G. (1990) Excerpta Cypria Nova: voyageurs occidentaux à Chypre au XVeme siècle. Nicosie: Centre de Recherches Scientifiques.

Guilaine, J., Brun, A. and Ecole Francais d’Athens (2003) Le néolithique de Chypre: actes du Colloque International, organise par le Département des Antiquités de Chypre et l'Ecole Française d'Athènes: Nicosie 17-19 Mai 2001. Athènes: Ecole Francaise d' Athènes Paris: Diffusion De Boccard.

Lusignan, Etienne de (1968) Description de toute l'isle de Cypre: et des roys, princes et seigneurs, tant payens que chrestiens qui ont commande en icelle. Famagouste: Les Editions L’Oiseau.

Mariti, G. (1971) Travels in the island of Cyprus/ translated from the Italian by Claude Delaval Cobham. London: Zeno.

Mas Latrie, L. de (1871) Histoire de l'ile de Chypre sous la règne des princes de la maison de Lusignan, Vol. II. Paris: Imprimerie imperial.

Nicolaou-Konnari, Α. – Schabel, C. (c2005) Cyprus, Society and Culture 1191-1374. Leiden: Brill.

Philippidou, C. (2008) I rapporti economici tra la Toscana e l'isola diCipro: secc. XII-XVI. Pafos: AXEL editore.

Theophrastus (1990) Enquiry into Plants/«Περί Φυτών Ιστορίας». Harvard University Press.

Wallace, P. W., Orphanides, A. G. (1990-) Sources for the history of Cyprus. Nicosia: Greece and Cyprus research center.

Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός κυπριακής διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Λευκωσία: Theopress.

Θεοδότου, Ν. (2015) «Στην εποχή του Μαύρου Χρυσού», Λεύκαρα, Τεύχος 18ο, σ. 4-29.

Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Μελετών (1982) Παράλιος κυπριακός χώρος: αποδελτίωση πηγών και καταγραφή μνημείων (μέσα 11ου-τέλη 13ου αι.) Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών: Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών.

Κουκουλές, Φ. (1952) Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τόμ. 5, Αθήνα.

Κυθραιώτου, Φ. (1952) «Το γλυκό στη ζωή των Κυπρίων: Μέλι, έψημα, τερατσόμελο και ζάχαρη» Κυπριακαί Σπουδαί, ΟΑ΄.

Μαραγκού, Γ.Α. (1994) Ελληνικά ήθη και έθιμα στην Κύπρο: με παρατηρήσεις για τη φυσιογνωσία και την οικονομία όπως επίσης και για την πρόοδο κάτω από την αγγλική κυριαρχία. Λευκωσία: Πολιτιστικό Κέντρο Λαϊκής Τράπεζας.

Παπαδόπουλος, Θ. (1980) Προξενικά έγγραφα του ΙΘ’ αιώνος. Λευκωσία: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών.

Παταπίου, Ν. (2011) «Η διατροφή των Κυπρίων κατά τη φραγκοκρατία και βενετοκρατία. Στοιχεία διατροφής κατά τη φραγκοκρατία». Διαθέσιμο στο: http://foodmuseum.cs.ucy.ac.cy/web/guest/allcivitems/civitem/2753

Πατέρα, Ε. (2006) Η διατροφή στους αρχαίους ρωμαϊκούς χρόνους. Αθήνα: Προπομπός.

Παυλίδης, Α. (1993-1995) Κύπρος ανά τους αιώνες: μέσα από τα κείμενα ξένων επισκεπτών της, από τον 1ο αιώνα μέχρι τον 20ο. Λευκωσία: Φιλόκυπρος.

ΤΕΠΑΚ, Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, Terra Cypria και Department of Environment (2016). «Προώθηση και μακροπρόσθεσμη διατήρηση των Αγροτικών Περιοχών Υψηλής Φυσικής Αξίας στην Κύπρο», Εγχειρίδιο αειφόρων γεωργικών πρακτικών. Λεμεσός: 1-72.

Τμήμα Γεωργίας (1990) Μελέτη για την παραγωγή και Εμπορία Χαρουπιών στην Κύπρο, Λευκωσία, Κύπρος.

Χατζηκυριάκου, Γ. (2007) Αρωματικά και αρτυματικά φυτά στην Κύπρο: Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Λευκωσία: Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου.

Χατζημιχαήλ, Σ.Σ. (1998) Η καλλιέργεια της χαρουπιάς στην Κύπρο: η άνθιση του παρελθόντος, η εγκατάλειψη του παρόντος, η αβεβαιότητα του μέλλοντος. Λευκωσία: [χ.ε].

 

Δικτυακοί τόποι-Ιστοσελίδες

Constantinidou [χ.χ.] The Carob Tree. Διαθέσιμο στο:

http://www.carobmill-restaurants.com/assets/mainmenu/199/docs/carob_tree.pdf   

Cyprus Tourism Organisation [χ.χ.] Κάστρο Κολοσσίου. Διαθέσιμο στο:

https://docs.wixstatic.com/ugd/153ad2_7c9e487f61914bf8bc4b472348fa5f3f.pdf

Kamanterena Winery (2017). KAMANTERENA WINERIES COMPANY PROFILE. Διαθέσιμο στο:

http://kamanterena.com.cy/about/

Natural Health Products (2015) CAROBS. Διαθέσιμο στο:

http://www.naturel.com.cy/en/products-by-categories/carob/

Parpis (2016a). Η Εταιρεία. Διαθέσιμο στο:

https://www.parpis.com/

Parpis (2016b). Τα προϊόντα μας. Διαθέσιμο στο:

https://www.parpis.com/%CF%87%CE%B1%CF%81%CE%BF%CF%85%CF%80%CE%B9/products.html

Λυσάνδρου Μ. (2017). «Οι προοπτικές για το χαρούπι και το χαρουπόμελο είναι μεγάλες», ΠΟΛΙΤΗΣ, 10 Απριλίου. Διαθέσιμο στο:

http://politis.com.cy/article/i-prooptikes-gia-to-charoupi-ke-to-charoupomelo-ine-megales

Παναγή, Φ. (2017).  Σε πλήρη εξέλιξη το έργο «Μαύρος Χρυσός» του Πανεπιστημίου Κύπρου. Διαθέσιμο στο:

https://ucy.ac.cy/pr/documents/Press_Releases/2017/November_2017/mavroschrysos22.11.17.pdf   

Πανεπιστήμιο Κύπρου (2016). Ο Μαύρος Χρυσός της Κύπρου του 20ου αιώνα και οι νέες μεγάλες ευκαιρίες του 21ου αιώνα. Διαθέσιμο στο:

https://www.ucy.ac.cy/pr/documents/%CE%91rticles_speeches/2016/XAROUPIA.pdf

Πανεπιστήμιο Κύπρου (2016). Χαρούπι: Μια τροφή πολλών καρατίων. Διαθέσιμο στο:

https://www.ucy.ac.cy/pr/documents/Press_Releases/2016/September_2016/Charoupi_27.09.16.pdf

Παταπίου Ν (2018). Ιστορικά στοιχεία και λαογραφικές αναφορές για το χαρούπι. Διαθέσιμο στο: http://parathyro.politis.com.cy/2018/01/istorika-stoicheia-kai-laografikes-anafores-gia-to-charoupi/

ΤΕΠΑΚ, Ανοικτό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, Terra Cypria και Department of Environment (2017). AgroLIFE Project. Διαθέσιμο στο: http://agrolife.eu/the-project/

Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος και Τμήμα Δασών (2016). Η καλλιέργεια της χαρουπιάς. Διαθέσιμο στο: https://bit.ly/2TRtFvt

(I ) Μουσείο Κυπριακών Τροφίμων και Διατροφής : http://foodmuseum.cs.ucy.ac.cy

  1. Κιαντζαλί http://foodmuseum.cs.ucy.ac.cy/web/guest/allcivitems/civitem/2202
  2. Χαρούπια, χαρουπόμελο, εξαγωγή κατά τον 18ον αι. http://foodmuseum.cs.ucy.ac.cy/web/guest/allcivitems/civitem/807
  3. Τερτζιελλούθκια ή κουλλουρούθκια με το μέλι (τερατσόμελο) http://foodmuseum.cs.ucy.ac.cy/web/guest/allcivitems/civitem/2726
  4. Παραγωγή και διαθεσιμότητα χαρουπιών κατά τον 19ον αιώνα http://foodmuseum.cs.ucy.ac.cy/web/guest/allcivitems/civitem/1240
  5. Συλλογή χαρουπιών κατά τον 19ον-20ον αιώνα http://foodmuseum.cs.ucy.ac.cy/web/guest/allcivitems/civitem/1770
  6. Γλυκαντικές ύλες κατά τον 18ον αιώνα http://foodmuseum.cs.ucy.ac.cy/web/guest/allcivitems/civitem/887
  7. Χαρουπόμελο και παστέλι Ανώγυρας (γαστρονομικός χάρτης) http://foodmuseum.cs.ucy.ac.cy/web/guest/allcivitems/civitem/2161
  8. Κερατέα (Xαρουπιά) http://foodmuseum.cs.ucy.ac.cy/web/guest/allcivitems/civitem/1014
  9. Τερατσόμελον (Χαρουπόμελο) http://foodmuseum.cs.ucy.ac.cy/web/guest/allcivitems/civitem/1979
  10. Τερατσιά (Χαρουπιά) http://foodmuseum.cs.ucy.ac.cy/web/guest/allcivitems/civitem/1964
  11. Παρασκευή τερατσόμελου (χαρουπόμελου) http://foodmuseum.cs.ucy.ac.cy/web/guest/allcivitems/civitem/2435
  12. Παστέλλιν χαρουπιού http://foodmuseum.cs.ucy.ac.cy/web/guest/allcivitems/civitem/1733
  13. Η διατροφή των Κυπρίων κατά τη φραγκοκρατία και βενετοκρατία (μελέτη Ν. Παταπίου)  http://foodmuseum.cs.ucy.ac.cy/web/guest/allcivitems/civitem/2753
  14. Το περιβόλι του Πεύκου http://foodmuseum.cs.ucy.ac.cy/web/guest/parsintages/civitem/847

(ii) Τι χρυσός, τι... μαύρος χρυσός http://www.sigmalive.com/simerini/news/318875/ti-xrysos-ti-mavros-xrysos

 

Επικοινωνία:

Χρυσταλλένη Λαζάρου

Πρόεδρος Μουσείου Κυπριακών Τροφίμων και Διατροφής

Φαξ: 22770676

Email: cyfoodmuseum@gmail.com