Βυζαντινή, μεταβυζαντινή και νεότερη αγιογραφία (φορητές εικόνες, τοιχογραφίες, ψηφιδωτά και μικρογραφίες-χαρακτικά)


Αιτητές:

1) Σύνδεσμος Αγιογράφων Κύπρου

2) Σχολή Αγιογραφίας Ιεράς Μητροπόλεως Ταμασού και Ορεινής

3) Σχολή Αγιογραφίας Ιεράς Μητροπόλεως Λεμεσού

4) Σχολή Αγιογραφίας Ιεράς Μητροπόλεως Κιτίου

5) Πολιτιστική Ακαδημία – Ερευνητικό Κέντρο «Άγιος Επιφάνιος» Ιεράς Μητροπόλεως Κωνσταντίας και Αμμοχώστου 

6) Κυπριακή Επιτροπή Βυζαντινών Σπουδών

7) Βυζαντινολογική Εταιρεία Κύπρου

8) Καλλινίκειο Δημοτικό Μουσείο Αθηένου

9) Κέντρο Φυσικής και Πολιτιστικής Κληρονομιάς

10) Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ - Βυζαντινό Μουσείο

 

Ενδιαφερόμενες κοινότητες (σχετικοί φορείς και συνεχιστές του στοιχείου):

Αγιογράφοι, Εκκλησία, κλήρος και λαϊκοί, ναοί, μοναστήρια, Μουσεία / Εικονοφυλάκια Βυζαντινής και μεταβυζαντινή τέχνης, Σχολές και Ακαδημίες Καλών Τεχνών Ιστορίας της Τέχνης, Θεολογίας, Βυζαντινών Σπουδών, Χριστιανικής και Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, Εργαστήρια Αγιογραφίας, Επιστημονικοί Σύνδεσμοι, Συντηρητές έργων τέχνης.

Σύνδεσμος Αγιογράφων Κύπρου:

Ο νεοσύστατος Σύνδεσμος Αγιογράφων Κύπρου δημιουργήθηκε τον Μάιο του 2019 με Καταστατικό σκοπό την εν γένει διάσωση, διάδοση, προβολή και προώθηση της παραδοσιακής Βυζαντινής Τέχνης στην Κύπρο και το εξωτερικό. Ειδικός σκοπός του Συνδέσμου είναι η εξυπηρέτηση και η προαγωγή των ηθικών, πνευματικών, οικονομικών και γενικότερων επαγγελματικών συμφερόντων των μελών του (Αγιογράφοι, Ψηφιδογράφοι, Επιχρυσωτές). Επίσης σκοπός του Συνδέσμου είναι η ανάπτυξη στενών δεσμών συναδελφώσεως, αλληλεγγύης, φιλίας, συνεργασίας και πνευματικής επικοινωνίας ανάμεσα στα μέλη του, καθώς και η εξύψωση του πνευματικου επιπέδου τών μελών με επιχορήγηση ανώτερων θεωρητικών και πρακτικών μαθημάτων από αγιογράφους, ψηφιδογράφους και επιχρυσωτές.

Θεολογική Σχολή της Εκκλησίας της Κύπρου:

Η Θεολογική Σχολή Εκκλησίας Κύπρου ιδρύθηκε ως Ιδιωτική Σχολή Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (Ι.Σ.Τ.Ε.), σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, με την έγκριση του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού (δυνάμει των εξουσιών που του χορηγεί η σχετική νομοθεσία) και είναι εγγεγραμμένη στο Μητρώο Ι.Σ.Τ.Ε. του Υ.Π.Π. της Κύπρου, από τις 19 Ιουνίου 2015.

Οι βασικοί σκοποί της Σχολής είναι να προετοιμάσει: (1) θεολογικά καταρτισμένους και εμπνευσμένους κληρικούς για να στελεχώνουν την Εκκλησία της Κύπρου ειδικότερα, αλλά και γενικότερα τη Χριστιανική Ορθόδοξη Εκκλησία, (2)  θεολόγους εκπαιδευτικούς για να στελεχώνουν επάξια τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ως συνειδητά μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, (3) ικανά στελέχη που να μπορούν να προσφέρουν κοινωνικό έργο και να εργάζονται σε κοινωφελείς ή εκκλησιαστικούς οργανισμούς, (4)  υποψηφίους επιστήμονες της Θεολογίας, αλλά και συναφών επιστημών, οι οποίοι θα συνεχίσουν τις ακαδημαϊκές σπουδές τους σε μεταπτυχιακό επίπεδο.

Κυπριακή Επιτροπή Βυζαντινών Σπουδών:

H Κυπριακή Επιτροπή Βυζαντινών Σπουδών ιδρύθηκε το 1961 Με σκοπό την εκπροσώπηση της Κύπρου στη Διεθνή Ένωση Βυζαντινών Σπουδών. Κύριες δράσεις της Επιτροπής είναι η στήριξη και προώθηση των βυζαντινών σπουδών στην Κύπρο και η διεθνοποίηση αυτών των δράσεων μέσω του δικτύου Βυζαντινολογικών Επιτροπών ανά τον κόσμο. Μέλη της είναι ειδικοί, κάτοχοι συναφών μεταπτυχιακών τίτλων, ασχολούμενοι με βυζαντινές σπουδές.

Καλλινίκειο Δημοτικό Μουσείο Αθηένου:

Το Καλλινίκειο Δημοτικό Μουσείο Αθηένου εγκαινιάστηκε στις 3 Ιουλίου 2009. Φέρει το όνομα του μακαριστού μοναχού Καλλίνικου Σταυροβουνιώτη. Ο μοναχός Καλλίνικος, ο οποίος γεννήθηκε στην Αθηένου το 1920, το 1941 εισήλθε στην Ιερά Μονή Σταυροβουνίου ως δόκιμος μοναχός και υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς αγιογράφους του 20ού αιώνα, γνωστός και πέραν της Κύπρου. Οραματιζόταν την ίδρυση ενός αξιόλογου Μουσείου στη γενέτειρά του, όπου θα φιλοξενούσε το πολυσήμαντο έργο που άφησε για τον απανταχού Ορθόδοξο κόσμο. Σκοπός του Μουσείου, ο οποίος υπηρετείται με κάθε δυνατό τρόπο από το 2009, είναι να παρουσιάζει με σημαντικές δράσεις για τον κόσμο τις μόνιμες συλλογές του, οι οποίες σκιαγραφούν την ιστορία και την πολιτιστική ταυτότητα της Αθηένου από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, δίνοντας έμφαση στο έργο του μοναχού Καλλίνικου Σταυροβουνιώτη και των αδελφών Γιώργου και Άλκη Κεπόλα, επίσης από την Αθηένου.

Σχολή Αγιογραφίας Ιεράς Μητροπόλεως Κιτίου:

H I. M. Kιτίου, αναγνωρίζοντας την αναγκαιότητα της διάδοσης της τέχνης της Αγιογραφίας παρουσιάζει μαθήματα Αγιογραφίας, στο Πολιτιστικό Κέντρο Αγίου Γεωργίου του Κοντού στη Λάρνακα από καταξιωμένους αγιογράφους από το 2013. Στη Σχολή έχουν φοιτήσει αρκετοί ταλαντούχοι μαθητές, ο οποίοι σήμερα εργάζονται ως Αγιογράφοι. Μάλιστα, δύο εξ’ αυτών έχουν σταλεί να σπουδάσουν στο τμήμα Αγιογραφίας της Θεολογικής Ακαδημίας της Μόσχας, με άριστη επίδοση.

Σχολή Αγιογραφίας Ιεράς Μητροπόλεως Λεμεσού:

Η Σχολή Αγιογραφίας της Ι.Μ. Λεμεσού ιδρύθηκε από τον Πανιερότατο Μητροπολίτη Λεμεσού κ. Αθανάσιο το 1999, υπό την εποπτεία αρχικώς του Πανοσιολογιοτάτου αρχιμανδρίτη Πορφυρίου νυν Επισκόπου Νεαπόλεως, και αργότερα μέχρι και σήμερα υπό την επίβλεψη του Πανοσιολογιοτάτου αρχιμανδρίτη Φιλόθεου. Έχοντας ως κύριο στόχο τη ποιοτική εξέλιξη και μετάδοση της αγιογραφίας ως εκφραστικού μέσου στη λατρευτική ζωή της εκκλησίας, η Σχολή αξιοποιεί την εμπειρία καταξιωμένων αγιογράφων που μεταλαμπαδεύουν τις γνώσεις τους  σε νέους υποψήφιους αγιογράφους. 

Σχολή Αγιογραφίας Ιεράς Μητροπόλεως Ταμασού και Ορεινής:

Η Ι. Μ. Ταμασού και Ορεινής, αναγνωρίζοντας την τεράστια θεολογική και ποιμαντική αξία της βυζαντινής Αγιογραφίας,  αποφάσισε το 2007 τη σύσταση και λειτουργία Σχολής Αγιογραφίας στις εγκαταστάσεις της Ιεράς Μητρόπολης στην Πάνω Δευτερά. Στόχος των μαθημάτων αγιογραφίας είναι η μύηση των μαθητών στα μυστικά της αγιογραφικής τέχνης και να αναδείξει τους ταλαντούχους μαθητές ως μελλοντικούς αγιογράφους.

Πολιτιστική Ακαδημία – Ερευνητικό Κέντρο «Άγιος Επιφάνιος»:

Η Πολιτιστική Ακαδημία – Ερευνητικό Κέντρο «Άγιος Επιφάνιος» ιδρύθηκε το 2008 από την Ιερά Μητρόπολη Κωνσταντίας και Αμμοχώστου και τον Μητροπολίτη Βασίλειο. Έδρα της Ακαδημίας είναι η Μονή Παναγίας Αγίας Νάπας στην Αγία Νάπα Αμμοχώστου. Η Ακαδημία αποβλέπει στην προώθηση της έρευνας και στη μελέτη και προαγωγή της πολιτιστικής, θρησκευτικής και φυσικής κληρονομιάς της Κύπρου και της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Από την ίδρυσή της, η Ακαδημία έχει αναπτύξει δραστηριότητα στους τομείς της Αγιολογίας, της Θεολογίας, της Ιστορίας και Αρχαιολογίας, της Γραμματολογίας, της Τέχνης, της Εκκλησιαστικής και Παραδοσιακής Μουσικής. Ταυτόχρονα, μέσω προγραμμάτων και δράσεων αποσκοπεί να συμβάλει στην πολιτιστική και κοινωνική ανάπτυξη. Στις δραστηριότητες της Ακαδημίας εντάσσεται η έκδοση επιστημονικών και άλλων έργων, η διεξαγωγή συνεδρίων, σεμιναρίων, διαλέξεων, εκδηλώσεων και εκθέσεων. Βασική προτεραιότητα της Ακαδημίας αποτελεί η σύσταση του Εκκλησιαστικού Μουσείου Αγίας Νάπας και Ερευνητικού Κέντρου, η διενέργεια ερευνητικών, επιστημονικών και εκπαιδευτικών προγραμμάτων, καθώς και η διαμόρφωση Βιβλιοθήκης, φυσικής και ψηφιακής, με προσανατολισμό τη μελέτη της Κυπριακής Αγιολογίας και των Πολιτισμών της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.

Κέντρο Φυσικής και Πολιτιστικής Κληρονομιάς:

www.heritage.org.cy

Το «Κέντρο Φυσικής και Πολιτιστικής Κληρονομιάς» ιδρύθηκε το 1990, με σκοπό να προσφέρει πολυδιάστατες ερευνητικές και εκπαιδευτικές υπηρεσίες που να καλύπτουν τους τομείς της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, της αρχαιολογίας, της ιστορίας της τέχνης, των μουσείων και των εκθέσεων, της θεωρίας και της πρακτικής της συντήρησης και αποκατάστασης, κ.ά. Το Κέντρο επιδεικνύει αξιόλογο και πλούσιο έργο για την μελέτη, προστασία και προβολή της τέχνης της Αγιογραφίας, όπως με τη δημιουργία Καταλόγου των Μουσείων Βυζαντινής Τέχνης (http://heritage.org.cy/MUSEUM_PROJECTS   και  http://eikonologion.heritage.org.cy:8085/index.aspx?ID=26#0, τη διοργάνωση εκθέσεων Εικόνων στην Κύπρο και το εξωτερικό (http://eikonologion.heritage.org.cy:8085/index.aspx?ID=26#), τις συντηρήσεις Εικόνων (http://heritage.org.cy/CONSERVATION_DEPARTMENT), τη φωτογραφική τεκμηρίωση, ψηφιοποίηση εικόνων, τοιχογραφιών και ψηφιδωτών της Κύπρου στο πρόγραμμα ΕΙΚΟΝΟΛΟΓΙΟΝ (http://eikonologion.heritage.org.cy:8085/index.aspx?ID=26#).

Βυζαντινολογική Εταιρεία Κύπρου:

Η Βυζαντινολογική Εταιρεία Κύπρου (ΒΕΚ) ιδρύθηκε ως μη κερδοσκοπικός επιστημονικός οργανισμός τον Μάρτιο του 2013. Σκοπός της ΒΕΚ είναι η υποστήριξη και προώθηση της έρευνας, διδασκαλίας και διάδοσης της γνώσης του βυζαντινού πολιτισμού (4ος – 16ος αιώνας) σε όλα τα γνωστικά πεδία, συμπεριλαμβανομένης και της τέχνης, των Βυζαντινών και Μεσαιωνικών Σπουδών στην Κύπρο και στο εξωτερικό. Από τους βασικούς σκοπούς της είναι να τοποθετήσει την Κύπρο δυναμικά στον χάρτη της διεθνούς Βυζαντινολογίας και Μεσαιωνολογίας µέσω δημοσιεύσεων, ερευνητικών προγραμμάτων, επιστημονικών συνεργασιών, υποτροφιών και άλλων δραστηριοτήτων και η εκπροσώπηση των Βυζαντινών Σπουδών της Κύπρου σε διεθνείς επιστημονικές εταιρείες και οργανισμούς συναφείς προς τις Βυζαντινές Σπουδές.

Ανάμεσα στους στόχους της Εταιρείας είναι και η υποστήριξη και προώθηση της αρχαιολογικής έρευνας σε συνεργασία με αρμόδιους φορείς στην Κύπρο, όπως το Τμήμα Αρχαιοτήτων, την Ερευνητική Μονάδα Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου, την Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου, τις κατά τόπους Ιερές Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Κύπρου και οποιονδήποτε άλλο σχετικό, εκκλησιαστικό, κρατικό ή ιδιωτικό, οργανισμό. Παράλληλα, μέσα από τις δραστηριότητές της στοχεύει την υποστήριξη και προώθηση της έρευνας σε βιβλιοθήκες (δημόσιες, εκκλησιαστικές και ιδιωτικές), συλλογές χειρογράφων και αρχεία της Κύπρου και του εξωτερικού. Η μελέτη της αγιογραφίας αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι του ερευνητικού αυτού πεδίου, το οποίο απασχολεί τόσο ιστορικούς της τέχνης, όσο και αρχαιολόγους.

Τα μέλη της Εταιρείας περιλαμβάνουν πανεπιστημιακούς, ερευνητές, επαγγελματίες και μεταπτυχιακούς φοιτητές στους τομείς της φιλολογίας, της ιστορίας, της θεολογίας, της αρχαιολογίας, της ιστορίας της τέχνης, της αρχιτεκτονικής, της αγιογραφίας και άλλων κλάδων. Μέχρι στιγμής τα εγγεγραμμένα μέλη της Εταιρείας αριθμούν τα 68 και διακρίνονται σε ιδρυτικά, τακτικά, επίτιμα και αντεπιστέλλοντα.

 

Πεδίο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς:

παραστατικές τέχνες

 

Έτος εγγραφής:

2021

 

Γεωγραφική κατανομή:

Τα αγιογραφικά έργα, ανεξαρτήτως καλλιτεχνικής σημασίας, απαντώνται κυρίως σε ναούς, παρεκκλήσια, μονές κ.ά. στον εκκλησιαστικό διάκοσμο ή και την αρχιτεκτονική των μνημείων σε άρρηκτη σχέση με τη λατρευτική ζωή των πιστών στις ελεύθερες και κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, σε αστικές και αγροτικές περιοχές. Κυρίως οι φορητές εικόνες χρησιμοποιούνται και ως έργα ιδιωτικής λατρείας και εντοπίζονται στα οικιακά προσκυνητάρια, αλλά και σε δημόσιους χώρους (σχολεία, δικαστήρια, ιατρεία, νοσοκομεία, εμπορικούς χώρους, κ.ά). Η βυζαντινή και μεταβυζαντινή αγιογραφία απαντάται από τους μικρότερους, ταπεινούς ναούς της υπαίθρου έως τους μεγαλοπρεπείς καθεδρικούς και τα μεγαλύτερα και πολυπληθή μοναστήρια.

 

Περιγραφή:

Η τέχνη της Αγιογραφίας (φορητές εικόνες, τοιχογραφίες, ψηφιδωτά και μικρογραφίες-χαρακτικά), αναπόσπαστο κομμάτι της λατρευτικής και εκκλησιαστικής ζωής των Ορθόδοξων Χριστιανών, αντλεί παραστατικά τα θέματά της από την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας για να αποδώσει τον βίο και τα θαύματα ιερών μορφών ή ευρύτερα θρησκευτικές σκηνές. Η Αγιογραφία ως θεολογική τέχνη υπηρετεί το ποιμαντικό και δογματικό έργο της Εκκλησίας και διευκολύνει την κατήχηση των πιστών. Γι’ αυτό και δεν μπορεί ούτε να νοηθεί ούτε να γίνει κατανοητή ανεξάρτητα από τη μυστηριακή και πνευματική ζωή της Εκκλησίας. Στόχος του Αγιογράφου δεν είναι πρώτιστα η δημιουργία ενός θρησκευτικού έργου, αλλά ενός μέσου για την πνευματική σύνδεση του πιστού με τα απεικονιζόμενα πρόσωπα (το Πρωτότυπο), με απώτερο στόχο τη Θέωση του ανθρώπου. Τα αγιογραφικά έργα, ανεξαρτήτως καλλιτεχνικής αξίας, μεγέθους και ωραιότητας,  εντοπίζονται κυρίως σε ναούς, παρεκκλήσια, μονές κ.ά. στον εκκλησιαστικό διάκοσμο ή και την αρχιτεκτονική των μνημείων σε άρρηκτη σχέση με τη λατρευτική ζωή των πιστών. Επιπρόσθετα, κυρίως οι φορητές εικόνες, χρησιμοποιούνται και ως έργα ιδιωτικής λατρείας και εντοπίζονται στα οικιακά προσκυνητάρια, αλλά και σε δημόσιους χώρους (σχολεία, δικαστήρια, ιατρεία, νοσοκομεία κ.ά). Η βυζαντινή και μεταβυζαντινή αγιογραφία αποτελεί κτήμα της κοινής παράδοσης των λαών της Ανατολικής Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) αυτοκρατορίας και απαντάται στον γεωγραφικό χώρο που καταλάμβανε ή επηρέαζε άμεσα το Βυζάντιο (Ορθόδοξες Εκκλησίες της Κύπρου, της Ελλάδας, της Κωνσταντινούπολης και της Μικράς Ασίας [σημ. Τουρκίας], της Βουλγαρίας, της Σερβίας, της Ρουμανίας, της Αλβανίας και των Αραβόφωνων Ορθοδόξων Εκκλησιών· επίσης της Ρωσίας, Γεωργίας, Αρμενίας, Ιταλίας), αλλά σήμερα και σε ορθόδοξους ναούς ανά τας πέντε ηπείρους, από τους μικρότερους, ταπεινούς ναούς της υπαίθρου έως τους μεγαλοπρεπείς καθεδρικούς και τα μεγαλύτερα και πολυπληθή μοναστήρια.

Η αγιογραφική τέχνη, ανάλογα με το είδος του υλικού και την τεχνική εκτέλεσης, εξυπηρετεί διαφορετικές ανάγκες. Περιλαμβάνει τις φορητές εικόνες, τις τοιχογραφίες, τα ψηφιδωτά και τις μικρογραφίες – χαρακτικά.

Οι φορητές εικόνες ζωγραφίζονται συνήθως σε σανίδια ξύλου (π.χ. πεύκο, κυπαρίσσι ή καρυδιά), τα οποία αφού ενωθούν μεταξύ τους, επενδύονται με  ύφασμα (κατά προτίμησηλινό και κουρούκλα) και στη συνέχεια προετοιμάζονται με πολλαπλά στρώματα θεμελίου, που αποτελείται από κιμωλία (calcium carponate) και κουνελλόκολλα. Τα χρώματα που χρησιμοποιούνται έχουν μορφή σκόνης και είναι ορυκτής, φυτικής ή ζωικής προέλευσης. Έως την περίοδο της Εικονομαχίας ως συνδετικό υλικό των χρωμάτων χρησιμοποιείτο το ζεστό κερί (εγκαυστική ή κηρόχυτη τεχνική). Από τον 9ο αιώνα και εξής χρησιμοποιείται ως συνδετικό υλικό των χρωμάτων το αυγό σε συνδυασμό με το ξύδι ως συντηριτικό (τεχνική της Ωογραφίας ή Αυγοτέμπερα). Σε αυτήν χρησιμοποιείται μόνο ο κρόκος του αυγού  από τον οποίον αφαιρείται η μεβράνη με σουρωτήρι. Στον κρόκο προστίθεται ξύδι και απεσταγμένο νερό. Στη συνέχεια το αυγόξυδο αυτό χρησιμοποιείται στη μίξη του χρώματος Για να επιτευχθεί η κατάλληλη υφή του χρώματος (πηκτό ή νερουλό) απαιτούνται δοκιμές και αρκετές προσπάθειες για το επιθυμητό αποτέλεσμα. Έτσι, ο/η αγιογράφος έχει την ευελιξία να ελέγχει και να δημιουργεί την κατάλληλη υφή, ρευστότητα και διαφάνεια των χρωμάτων και τη δυνατότητα να εφαρμόσει πολλαπλές τεχνικές, οι οποίες θα αναδείξουν το πλούτο της αγιογραφικής τέχνης. Η τεχνική της Αυγοτέμπερας εφαρμόζεται κυρίως σε φορητές εικόνες, όπου έχει εφαρμοστεί το θεμέλιο (βλ. Πιο πάνω). Η αντοχή της τεχνικής της αυγοτέμπερας στον χρόνο, η ευκολία στην χρήση της και οι πολλαπλές δυνατότητες που δίνει στον αγιογράφο την έχουν καταστήσει ιδιαίτερα δημοφιλή όλους αυτούς τους αιώνες. Η πολύ καλή σύνδεση των δύο βασικών συστατικών, της κουνελόκκολας που βρίσκεται στην προετοιμασία του ξύλου και του αυγού, καταστούν την τεχνική της Αυγοτέμπερας ιδιαίτερα δημοφιλή.

Οι φορητές εικόνες διακρίνονται συνήθως σε δεσποτικές (μεγάλων διαστάσεων στην κάτω σειρά του εικονοστασίου), εικόνες Δωδεκαόρτου (μικρών διαστάσεων εικόνες στη μεσαία σειρά του εικονοστασίου), Αποστολικά (μικρών διαστάσεων εικόνες στην άνω σειρά του εικονοστασίου), Εσταυρωμένον και λυπηρά (στην κορωνίδα του εικονοστασίου). Η Αγιογράφηση στον τοίχο (τοιχογραφία) διακρίνεται σε δύο τεχνικές: στη νωπογραφία (affresco), η οποία εκτελείται σε φρεσκοσοβαντισμένο τοίχο. Ο ασβέστης του νωπού σοβά εγκλωβίζει το χρώμα (ανθρακοποίηση) και το προστατεύει. Η άλλη τεχνική είναι η  ξηρογραφία (a secco), στην οποία το χρώμα, αναμιγμένο με ασβεστόνερο ή και κολλητική ουσία (αυγό, λάδι, γάλα σύκου κλπ), τοποθετείται σε στεγνό τοίχο. Η τεχνική της νωπογραφίας θεωρείται πολύ πιο ανθεκτική στο χρόνο από την ξηρογραφία, η οποία μπορεί να απολεπιστεί σε ακραίες καιρικές συνθήκες. Σήμερα η αγιογραφία στον τοίχο διακρίνεται και από μια διαφορετική τεχνική: Ζωγραφίζεται η αγιογραφία σε καμβά, ο οποίος στη συνέχεια επικολλάται στον τοίχο. Λόγω των σύγχρονων υλικών που χρησιμοποιούνται σήμερα για την τοιχοποιία των ναών (τσιμέντο), η αγιογραφία στον τοίχο γίνεται και με τη μέθοδο του καμβά, δηλ η αγιογράφιση γίνεται κατά 70% στο εργαστήρι του αγιογράφου, πάνω σε προετοιμασμένη επιφάνεια (καμβά), και 30% επιτόπου, στον ναό.

Η τεχνική του ψηφιδωτού δεν εκτελείται με χρώμα, αλλά με χρωματιστές ψηφίδες, από μάρμαρο, πέτρες, φίλντισι ή χρωματιστή υαλόμαζα. Η τεχνική αυτή χάρη, στη φωτεινότητα και τη ζωηρότητα που δημιουργεί η ανώμαλη επιφάνεια των ψηφίδων, δημιουργεί στον πιστό μια πνευματική υπέρβαση, καλύπτοντας την αδυναμία της να αποδώσει απαλά τη χρωματική διαβάθμιση του χρώματος, όπως στη ζωγραφική. Η μικρογραφία (μινιατούρα), δηλαδή ζωγραφική μικρότερων έργων σε χειρόγραφα, εκτελείται με τέμπερες (φυσικά ή ορυκτά χρώματα). Τα χειρόγραφα είναι συνήθως κατασκευασμένα από περγαμηνή και ονομάζονται ιστορημένα χειρόγραφα ή κώδικες. Η απόδοση σε μικρό μέγεθος μεγάλων ζωγραφικών συνθέσεων εντυπωσιάζει για την ακριβή εκτέλεσή τους. Στο Βυζάντιο η τέχνη της μικρογραφίας εκτελείται σε εργαστήρια (scriptoria) και διακρίνεται για μια σχετική αυτοτέλεια στο ύφος και ένα ευρύτερο κύκλο θεμάτων συγκριτικά με τη ζωγραφική των εικόνων και των τοιχογραφιών και ιδιαίτερα σε χειρόγραφα και κώδικες με κοσμικό περιεχόμενο. Με την εφεύρεση της τυπογραφίας τον 15ο αιώνα και την έκδοση των πρώτων εκκλησιαστικών βιβλίων ξεκίνησε η χρήση των χαρακτικών, τα οποία αντικαθιστούν σχεδόν ολοκληρωτικά τις μικρογραφίες, βοηθούν δε να διαδοθούν μεταξύ των Ορθοδόξων και έργα της δυτικής χριστιανικής τέχνης. Η τεχνική της στιλβωτής επιχρύσωσης χρησιμοποιείται για την επιχρύσωση εικονοστασίων και άλλων εκκλησιαστικών αντικειμένων.

Σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση, η παλαιότερη Αγιογραφία, είναι αχειροποίητη και είναι το άγιον Μανδήλιο, στο οποίο σκουπίστηκε ο Χριστός και αποτυπώθηκε με τρόπο θαυματουργικό το πρόσωπο Του. Η χάρις του αγίου Μανδηλίου θεράπευσε τον βασιλιά Αύγαρο της Έδεσσας, που παρακαλούσε τον Κύριο να μεταβεί κοντά του για να τον θεραπεύσει. Ως πρώτος Αγιογράφος, σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση, θεωρείται ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ο οποίος ζωγράφισε τρεις εικόνες, με την Παναγία Βρεφοκρατούσα. Από αυτές τις τρείς εικόνες η μία, κατά τη μεσαιωνική παράδοση, βρίσκεται στην Κύπρο, στην Ιερά και Σταυροπηγιακή Μονή της Παναγίας του Κύκκου. Τα πρώτα τεκμηριωμένα δείγματα χριστιανικής Αγιογραφίας συναντώνται στον 3o αιώνα μ.Χ.

Η Αγιογραφία σύμφωνα με την Ορθόδοξη διαδασκαλία είναι τέχνη συμβολική και καθαγιασμένη που στόχο έχει να αναδείξει την αγιότητα των απεικονιζόμενων μορφών πέρα από την ανθρώπινη φύση τους. Τα χρώματα που χρησιμοποιούνται στην αγιογραφία έχουν επίσης συμβολικό χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα, το λευκό χρώμα συμβολίζει την Ανάσταση και τη Μεταμόρφωση του Χριστού και ο χρυσός συμβολίζει τον πνευματικό κόσμο. Οι βυζαντινοί αγιογράφοι, στις φορητές εικόνες, χρησιμοποιούσαν χρώματα σε σκόνη με συνδετικό υλικό τον κρόκο αυγού, γνωστά σαν αυγοτέμπερα. Τα χρώματα που χρησιμοποιούν είναι φυσικές σκόνες που προκύπτουν επεξεργασία πετρωμάτων (ορυκτές), λ.χ. κόκκινο κιννάβαρι (mercury sulphide), φυτών, κλπ  (φυτικές), ενώ κάποιες ζωϊκές προέρχονται από έντομα. Ορισμένα χρώματα που προέρχονταν από ορυκτά και περιείχαν υδράργυρο ή μόλυβδο ή άλλα τοξικά, αντικαταστάθηκαν αργότερα από φυτικά ή ζωικά ή βιομηχανικά χρώματα λ.χ. το κόκκινο vermilion.

Η εξέλιξη της Αγιογραφίας στην Κύπρο χωρίζεται στις πιο κάτω ιστορικές περιόδους:

1) Παλαιοχριστιανική περίοδος έως την έναρξη των αραβικών επιδρομών (324-649).

2) Πρωτοβυζαντινή περίοδος έως τη λήξη των αραβικών επιδρομών, Εικονομαχία (649-965).

3) Μεσοβυζαντινή περίοδος, βυζαντινή κυριαρχία (965-1191).

4) Υστεροβυζαντινή ή Παλαιολόγεια Περίοδος (Φραγκοκρατία, 1191-1489· Βενετοκρατία, 1489-1571).

5) Μεταβυζαντινή Περίοδος (Τουρκοκρατία:1571 - 1878)

6) Νεότερη Περίοδος (1878 έως σήμερα)

Οι Αγιογράφοι ως φορείς της τέχνης:

Η Αγιογραφία, όπως και η Ψαλτική, θεωρείται ένα σπουδαίο είδος τέχνης με οικουμενική αξία. Πρωταρχικός φορέας της τέχνης αυτής είναι οι Αγιογράφοι, που με το έργο τους μεταλαμπαδεύουν αυτή τη μακραίωνη εκκλησιαστική, καλλιτεχνική παράδοση. Δραστηριοποιούνται μέσα από την αγιογράφηση ναών, μονών, παρεκκλησίων, φορητών εικόνων, ψηφιδωτών και τοιχογραφικών παραστάσεων, μικρογραφιών και χαρακτικών. Συνεχίζουν την υπερχιλιετή παράδοση της Κυπριακής Αγιογραφίας και τα διδάγματα των γνωστών αγιογράφων, όπως οι Τίτος, Μηνάς, Φίλιππος Γουλ, Συμεών Αξέντης, Βασίλειος, Γεώργιος, Ιωσήφ Χούρρης, Λούτζιος και Σύλβεστρος στον 16ο αιώνα, οι Λουκάς Τοχνίτης, Παύλος Ιερογράφος, και Λεόντιος Ιερομόναχος του 17ου αιώνα, η Σχολή του Αγίου Ηρακλειδίου του 18ου αιώνα,  ο Ιωάννης Κορνάρος και η Σχολή του τον 19ο αιώνα, ο Καλλίνικος Σταυροβουνιώτης τον 20ό αιώνα κ.ά. Οι Κύπριοι αγιογράφοι διακρίνονται σήμερα και για το διδακτικό τους έργο, αφού διαμέσου της πείρας και της γνώσης τους διδάσκουν νέους αγιογράφους σε ιδιωτικά εργαστήρια, σε Μονές ή σε Σχολές Αγιογραφίας των Μητροπόλεων ή ιδιωτών. Σημαντικό συντονιστικό ρόλο κατέχει σήμερα ο Σύνδεσμος Αγιογράφων Κύπρου, ο οποίος έχει ως στόχο την προαγωγή των ηθικών, πνευματικών, επιστημονικών-παιδευτικών και  επαγγελματικών συμφερόντων των μελών του και την προβολή της Αγιογραφίας τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό μέσω της διοργάνωσης αγιογραφικών εκθέσεων, διαλέξεων, ομιλιών κ.ά. Οι  αγιογράφοι κατά κανόνα συμμετέχουν στη ζωή της Εκκλησίας και διαμέσου της προσευχής και του προσωπικού βιώματος μετουσιώνουν το αυθεντικό πνεύμα των ιερών κειμένων απεικονίζοντας τα Θεία. Οι γνώσεις και οι ικανότητες που χρειάζονται για την εκμάθηση και εξάσκηση της αγιογραφίας είναι: 1) Θεωρητική κατάρτιση σε θέματα ιστορίας και παράδοσης της αγιογραφίας και των διάφορων ειδών, τεχνικών και τεχνοτροπιών αγιογραφίας, όπως αναπτύχθηκαν ανά τους αιώνων και μελέτη των σημαντικότερων έργων αγιογραφίας, 2) Καλή γνώση της εικονογραφίας μέσα από τη μελέτη του Βίου των μορφών που θα αγιογραφηθούν καθώς και της Βίβλου, για την εικονογραφική απόδοση βιβλικών παραστάσεων, 3) επαρκή γνώση βασικών δογματικών αληθειών της Ορθόδοξης Εκκλησίας, 4) Εμπειρική εκμάθηση κοντά σε καταξιωμένους αγιογράφους, 5) πρακτική εξάσκηση σε διαφορετικές τεχνοτροπίες αγιογραφίας και χρήση των διαφόρων υλικών, 6) Συνειδητή συμμετοχή στην εν γένει ζωή της Εκκλησίας, καθώς οι αγιογράφοι καλούνται να δημιουργήσουν ένα εικαστικό μέσο για την πνευματική σύνδεση του πιστού με τα θεία πρόσωπα. Κύρια εργαλεία των Αγιογράφων οι χρωστικές που στηρίζονται σε λιτή κλίμακα χρωμάτων, τα πινέλα, οι ψηφίδες, οι πέννες, γύψος, μεταλλικά φύλλα, κόλλες, αχάτες στιλβώματος, βερνίκια, σανίδια, τοίχος, χαρτί, κ.ά. Σημαντική είναι η συνεργασία του Αγιογράφου με τον ξυλογλύπτη και τον επιχρυσωτή εικονοστασίων και άλλου εκκλησιαστικού εξοπλισμού (άμβωνας, δεσποτικός θρόνος, προσκυνητάρια) που καλείται ο αγιογράφος να φιλοτεχνήσει.

Ζώσα παράδοση:

Στη σύγχρονη Κύπρο του 21ου αιώνα η τέχνη της Αγιογραφίας εξακολουθεί να κατέχει σημαντικό ρόλο στη θρησκευτική ζωή των Κυπρίων και συμβάλλει στην ανάπτυξη της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας και της εικαστικής εκπαίδευσης, γεφυρώνοντας χιλιόχρονες πολιτιστικές αξίες με τις ανάγκες του σήμερα. Κεντρικό πεδίο άσκησης και μεταλαμπάδευσης της αγιογραφικής τέχνης είναι οι χώροι λατρείας (εκκλησιαστικοί ή ιδιωτικοί) και τα εργαστήρια αγιογραφίας. Αποτελεί αντικείμενο και πεδίον έρευνας και από ερευνητικά κέντρα, μουσεία, πολιτιστικά ιδρύματα, κ.ά Αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες για τη διαφύλαξη, συντήρηση και προώθηση της τέχνης αυτής είναι το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου στο Υπουργείο Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων και το Υπουργείο Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας. Η αγιογραφία γνωρίζει ιδιαίτερη ώθηση στην Κύπρο χάρη στη λειτουργία και δράση: 1) Πανεπιστημιακών Σχολών Θεολογίας και Βυζαντινής Τέχνης, Σχολών Καλών Τεχνών, αλλά και ιερατικών σχολών, 2) Σχολών Αγιογραφίας, 3) Μουσείων, 4) Πολιτιστικών Κέντρων, Βυζαντινών Επιτροπών και Ιδρυμάτων. Παράλληλα, στη διάδοση της αγιογραφίας  συντείνει η μελέτη και η διοργάνωση εκθέσεων αγιογραφίας και επιστημονικών συνεδρίων. Παράλληλα, μέσα από εκπαιδευτικά προγράμματα που απευθύνονται σε παιδιά και νέους προωθείται η αγιογραφία και οι τεχνικές εκτέλεσής της. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η αγιογραφία σήμερα, παρά την ώθηση που παρατηρείται, οφείλονται στην ιδιαίτερη σύνδεση της αγιογραφίας με τη λειτουργική ζωή και τη μειωμένη συμμετοχή των πιστών στη θεία Λειτουργία και τα Μυστήρια της Εκκλησίας. Παράλληλα, η επικράτηση διαφορετικών ειδών τέχνης με τα οποία το κοινό νιώθει πιο εξοικειωμένο, αφού προωθούνται μέσω των σύγχρονων μέσων επικοινωνίας, δημιουργούν ένα δυσμενές περιβάλλον και πρόκληση για τη σύγχρονη αγιογραφία. Παρόλα αυτά, η τέχνη της αγιογραφίας διασώζεται δια μέσου των αιώνων και συνεχίζει αν αποτελεί ζωντανό κομμάτι της θρησκευτικής και πολιτιστικής ζωής των Κυπρίων.

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΕΙΚΟΝΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΩΝ

Π. Βαμπούλης, Βυζαντινή Διακόσμηση, Αθήνα 1992.

M. Βασιλάκη (επιμ.), Βυζαντινές εικόνες, Τέχνη, τεχνική και τεχνολογία , Ηράκλειο 2002.

Ιωάν. Βράνος, Θεωρία Αγιογραφίας, Θεσσαλονίκη 1977.

Ιωάν. Βράνος, Η τεχνική της Αγιογραφίας, Θεσσαλονίκη 2001.

Μ. Γαρίδης, Μεταβυζαντινή ζωγραφική (1450-1600). Η εντοίχια ζωγραφική μετά την πτώση του Βυζαντίου στον Ορθόδοξο κόσμο και στις χώρες υπό ξένη κυριαρχία, επιμ. Ε. Δεληγιάννη-Δωρή, μεταφρ. Α. Γαρίδη, Αθήνα 2007.

N. Γκιολές, Η χριστιανική τέχνη στην Κύπρο, Λευκωσία 2003.

Χ. Γ. Γκότσης, Ο Μυστικός Κόσμος των Βυζαντινών Εικόνων, τόμοι 3, Αθήνα 1995.

Ιωάννου Δαμασκηνού, «Λόγοι τρεις προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας», Patrologia Graeca 94.

Διονύσιος εκ Φουρνά, Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης, υπό Α. Παπαδοπούλου-Κεραμέως, Αγία Πετρούπολη 1909.

Π. Zαμβακέλλης, Εισαγωγή στη βυζαντινή ζωγραφική: εικονογραφία, τοιχογραφία, μωσαϊκό, μικρογραφία, Αθήνα 1985.

Θεόδωρος ο Στουδίτης, «Λόγοι αντιρρητικοί τρεις κατά εικονομάχων», Patrologia Graeca 99.

Θεόφραστος, Περί Λίθων, Αθήναι 1975.

Μοναχός Kαλλίνικος Σταυροβουνιώτης, Η τεχνική της Αγιογραφίας, Λευκωσία 1996.

Kωνστ. Kαβαρνός, Η ιερά βυζαντινή τέχνη, Αθήνα 1995.

Γ. Κων. Καλοκύρης, Η ζωγραφική της Ορθοδοξίας. Ιστορική, αισθητική και δογματική ερμηνεία της βυζαντινής ζωγραφικής, Θεσσαλονίκη 1972.

Κόρδης, Οι προσωπογραφίες του Φαγιούμ και η βυζαντινή εικόνα, Αθήνα 2001.

Φ. Κόντογλου, Ἔκφρασις τῆς ὀρθοδόξου εἰκονογραφίας, τόμοι 2, Αθήνα 1960.

Κ. Ξενόπουλος, Κόπος και Σπουδή, Κατερίνη 1996.

R. Mayer, Dictionary of Art Terms and Techniques, Crowell 1975.

Μητροπολίτης Κωνσταντίας Βασίλειος, Χριστίνα Κάκκουρα, Brigitta Schrade, Max Ritter,  Οδηγός Έκθεσης. Η ζωντανή παρουσία της Θεοτόκου στην Κύπρο δια των εικόνων της / (Exhibition Guide. The living presence of the Theotokos in Cyprus through her icons), 2020, Αγία Νάπα - Παραλίμνι

Χ. Ν. Μπακόλας, Υλικά στην τέχνη της Αγιογραφίας, Σέρρες 1997.

Ε. Μύστακας, Οδηγός Αγιογραφίας, Αθήνα 2005

Θ. Ξ. Γιάγκου & πρωτοπρ. Χ. Νάσσης (Επιμ.) Κυπριακὴ Ἁγιολογία. Πρακτικὰ Α΄ Διεθνοῦς Συνεδρίου. Παραλίμνι, 9-12 Φεβρουαρίου 2015 Σειρά: Ιστορικά και Θεολογικά Μελετήματα 2. Αγία Νάπα - Παραλίμνι: Πολιτιστική Ακαδημία «Άγιος Επιφάνιος», 2015

Λ. Ουσπένσκυ, Η Θεολογία της εικόνας (μτφ. Σπ. Μαρίνης), Αθήνα 1998.

Ν. Πανσελήνου, Βυζαντινή Ζωγραφική, Αθήνα 2000

Φ. I. Πιομπίνος, Έλληνες αγιογράφοι μέχρι το 1821, Αθήνα 21984.

«Πρακτικά Ζ´ Οικουμενικής Συνόδου», έκδοση Mansi, τόμοι XII-XIII.

Συνοδικόν Ορθοδοξίας», έκδ. J. Gouillard, Travaux et Mémoires 2 (1967) 45 εξ.

Π. Τέτσης, A. Renoir, V. Mottez, Ch. Tambroni, C. Cennini, Το Βιβλίο της Τέχνης Ή πραγματεία περί της ζωγραφικής από τον Cennino Cennini, Αθήνα 1991.

Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Τι ξέρεις εσύ για τις εικόνες;, Ι. Μ. Καρέα Αττικής 2000.

Δ. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Τέχνη και λατρεία, Αθήνα 2001.

Δ.Τσελεγγίδης, Εικονολογικές Μελέτες, Θεσσαλονίκη 2003

Δημ. Tσελεγγίδης, Η Θεολογία της Εικόνας και η ανθρωπολογική σημασία της (διδακτορική διατριβή), Θεσσαλονίκη 1984.

ΚΥΠΡΙΑΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ:

Κ. Γερασίμου, Λ. Παπαϊωακείμ, Χ. Σπανού, Η κατά Κίτιον αγιογραφική τέχνη, Λάρνακα 2002.

A. Weyl Carr, Cyprus and the devotional arts of Byzantium in the era of the crusades, Aldershot (2005).

Ι. Eliades, “Les icônes de la période byzantine moyenne en Chypre (965–1191)”, J. Durand, D. Giovannoni, D. Mastoraki, Chypre entre Byzance et l'Occident. IVe-XVIe siècle, Paris 2012, 126-132.

I. Eliades, “Enthroned Virgin Mary and Child with Carmelite monks and scenes of miracles”, στο: Le Vie della Misericordia: Arte cultura e percorsi mariani religiosi tra Oriente e Occidente (επιμ. M. St. Calò, M. e An. Trono), Lecce 2017.

Ι. Ηλιάδης, «Οι ζωγραφικές τάσεις κατά τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας στην Κύπρο (16ος-17ος αιώνας)», Α. Μαραγκού, Γ. Γεωργής, Τρ. Σκλαβενίτης, Κ. Στάικος (επιμ.), Κύπρος. Από την αρχαιότητα έως σήμερα, Αθήνα 2007, 406-429.

Ι. Ηλιάδης,, Η Κυπροαναγεννησιακή ζωγραφική: Το Λατινικό Παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού στον Καλοπαναγιώτη και τα παρεμφερή μνημεία, (ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Κύπρου Λευκωσία 2008, τ. Α΄-Β΄).

I. Ηλιάδης, «Η περίοδος της Ενετοκρατίας και η ανάπτυξη της κυπροαναγεννησιακής εντοίχιας ζωγραφικής», Κ. Κοκκινόφτας (επιμ.), Ιερά Μητρόπολις Tαμασού και Oρεινής. Ιστορία – Μνημεία – Τέχνη, Λευκωσία 2012, 285-326.

Ι. Ηλιάδης, «Η εκκλησιαστική ζωγραφική της όψιμης Τουρκοκρατίας στην Κύπρο και οι προσπάθειες ανανέωσής της», Χ. Χοτζάκογλου (επιμ.), Ζωγραφίζοντας το Θείον. Τάσεις και επιδράσεις στην εκκλησιαστική ζωγραφική της Κύπρου κατά τον 19ο και 20ό αιώνα και ο ρόλος του νεοελληνικού κράτους, [Κατάλογος Έκθεσης. Μέγαρο Παλαιάς Αρχιεπισκοπής, Λευκωσία 30 Ιουνίου – 25 Οκτωβρίου 2014], Λευκωσία 2014, 50-61.

I. Ηλιάδης, «H ζωγραφική παραγωγή του 13ου αιώνα στην Κύπρο ανάμεσα σε δύο κόσμους», Ι. Ηλιάδης (επιμ.), Κυπριακώ τω τρόπω-Maniera Cypria. Η ζωγραφική του 13ου αιώνα στην Κύπρο ανάμεσα σε δύο κόσμους, Λευκωσία 2017, 44-64.

I. Ηλιάδης, “Παλαιολόγειες αντανακλάσεις στη ζωγραφική της Λατινοκρατούμενης Κύπρου (1261-1489)”, I. Ηλιάδης (επιμ.), Παλαιολόγειες αντανακλάσεις στην τέχνη της Κύπρου (1261-1489), Κατάλογος Έκθεσης στο Βυζαντινό Μουσείο Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄(29/1/2019 – 30/7/2019), Λευκωσία 2019, 72-92.

Κ. Κοκκινόφτας (επιμ.), Ιερά Μητρόπολις Tαμασού και Oρεινής. Ιστορία – Μνημεία – Τέχνη, Λευκωσία 2012

Μ. Κυριακίδου, Ξυλόγλυπτα Τέμπλα της Κύπρου της περιόδου της Τουρκοκρατίας (1571-1878). Τα χρονολογημένα και τα κατά προσέγγιση έργα, Λευκωσία 201.

D. Michaelides, «The Early Christian Mosaics of Cyprus» in: The Biblical Archaeologist, Vol. 52, No. 4, From Ruins to Riches: CAARI on Cyprus (Dec.1989), pp. 192-202.

Λ. Μιχαηλίδου, Χρ. Χατζηχριστοδούλου (επιμ.), Η Κυρά της Λευκωσίας. Η Φανερωμένη και τα κειμήλιά της, Λευκωσία 2012.

Αθ. Παπαγεωργίου, «Κύπριοι ζωγράφοι φορητών εικόνων του 16ου αιώνα», RDAC 1974, 159-182.

Aθ. Παπαγεωργίου, Βυζαντινές εικόνες της Κύπρου, Κατάλογος έκθεσης, Μουσείο Μπενάκη 1/9-30/11 1976, Αθήνα 1976.

Αθ. Παπαγεωργίου, Εικόνες της Κύπρου, Λευκωσία 1991.

Αθ. Παπαγεωργίου, Ιερά Μητρόπολις Πάφου. Ιστορία και Τέχνη, Λευκωσία 1996.

Α. Παπαγεωργίου, Η χριστιανική τέχνη στο κατεχόμενο από τον τουρκικό στρατό τμήμα της Κύπρου, Λευκωσία 2010.

Κ. Παπαγεωργίου, Η αναγεννησιακή αγιογραφία στην Κύπρο. Τέλη 19ου και 20ος αιώνας, Λευκωσία 2010.

Rice Τ. D., Gunnis R., Rice T.T., The Icons of Cyprus, London 1937.

S. Sophocleous, Icônes byzantines de Chypre (catalogue d’exposition tenue au Conseil de l’Europe, 9 - 21 Mars 1991 ), Nicosie, 1991 (published by the Municipality of Limassol)

S. Sophocleous, Oι Δεσποτικές εικόνες της Mονής του Mεγάλου Aγρού, Λευκωσία, 1992 (Museum Publications)

S. Sophocleous, Icons of Cyprus. 7th - 20th century, Nicosia, 1994 (Published by the Centre of Cultural Heritage)

S. Sophocleous, Panagia Arakiotissa, Lagoudera, Cyprus, Nicosia, 1998 (Published by the Centre of Cultural Heritage),

S. Sophocleous, Περιβαλλοντική και πολιτιστική κληρονομιά της Kύπρου. Διάσωση, Συντήρηση, Πρόληψη, Λευκωσία, 2001 (έκδοση του Kέντρου Πολιτιστικής Kληρονομιάς με χορηγό το Yπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού)

S. Sophocleous et alli, Tα Παλαιχώρια. Kληρονομιά αιώνων / Palaichoria, Centuries of Heritage, Λευκωσία, 2002 (Έκδοση του Iδρύματος Aναστάσιος Γ. Λεβέντης)

S. Sophocleous, Aρχείο Πολιτιστικής Kληρονομιάς Kύπρου, Λευκωσία, 2002

S. Sophocleous, Icônes de Chypre, Diocèse de Limassol, 12e - 16e siècle , Nicosie, 2006 (publié par le Centre du Patrimoine Culturel)

S. Sophocleous, Παραλίμνι, O Nαός του Aγίου Γεωργίου/ Paralimni, The Church of Agios Georgios, Nicosia, 2009 (Published by the Metropolitan Church of Agios Georgios, Paralimni and the Centre of Cultural Heritage)

S. Sophocleous, A Practical Manual for the Approach, Study and Appreciation of the Visual Arts. Recording-Commentary-Essay-Thesis, Nicosia, 2011 (published by the Centre of Cultural Heritage)

S. Sophocleous, Icônes byzantines de Chypre (catalogue d’exposition tenue au Conseil de l’Europe, 9 - 21 Mars 1991 ), Nicosie, 1991 (published by the Municipality of Limassol)

S. Sophocleous, Icons of Cyprus. 7th - 20th century, Nicosia, 1994 (Published by the Centre of Cultural Heritage)

S. Sophocleous, Panagia Arakiotissa, Lagoudera, Cyprus, Nicosia, 1998 (Published by the Centre of Cultural Heritage),

S. Sophocleous, Icônes de Chypre, Diocèse de Limassol, 12e - 16e siècle , Nicosie, 2006 (publié par le Centre du Patrimoine Culturel)

S. Sophocleous, Παραλίμνι, O Nαός του Aγίου Γεωργίου/ Paralimni, The Church of Agios Georgios, Nicosia, 2009 (Published by the

S. Sophocleous, "L’évolution de la peinture chypriote durant la période franque et vénitienne" in La France aux portes de l’Orient. Chypre XIIe - XVe siècle (catalogue d’exposition, Paris, Mairie du Ve Arrondissement, 17 septembre - 3 novembre 1991), Paris, 1991, pp. 135-43.39) S. Sophocleous, "L’art des icônes byzantines et post-byzantines à Chypre", in A l’image de Dieu. Icônes byzantines de Chypre du 12e siècle à nos jours, (Catalogue d’exposition, Mulhouse (Temple Saint Étienne, Juillet-août 1994) et Strasbourg, Mulhouse, 1994, pp. 17-24 et 63-69.

S. Sophocleous,“Religious Painting in Cyprus over two Millennia. H θρησκευτική ζωγραφική δύο χιλιετιών στην Kύπρο” in Cyprus the Holy Island, Icons through the Centuries, 10th - 20th Century (Catalogue of the exhibition held at the Hellenic Centre, London, 31 Oct. - 17 Dec. 2000), Nicosia, 2000

S. Sophocleous, "Nέα στοιχεία για την παραμονή και το έργο του Kρητικού ζωγράφου Iωάννη Kορνάρου στην Kύπρο", Kυπριακαί Σπουδαί (Etudes Chypriotes), τομ. N΄, 1986, σσ. 227-256.

S. Sophocleous, "H εικόνα της Kυκκώτισσας στον Άγιο Θεόδωρο του Aγρού", Eπετηρίδα Kέντρου Mελετών Iεράς Mονής Kύκκου, 2, Λευκωσία, 1992, σσ. 329-337.

S. Sophocleous, "La peinture d' icônes à Chypre à l' époque Venitienne, 1489-1570/1", Κυπριακαί Σπουδαί (Etudes Chypriotes), vol. ΞΘ', 2005, pp. 89-102, pls 273-282.

S. Sophocleous, "Some recently discovered medieval Cypriot icons", The Sweet Land of Cyprus. The 25th Jubilee Spring Symposium of Byzantine Studies, University of Birmingham, 25 - 28 March 1991, Nicosia,1993 pp. 431-32.

S. Sophocleous, "Le peintre Theodoros Apsevdis et son entourage, Chypre 1183 et 1192", Symposium BYZANTINISCHE MALEREI, 25-28 Juni, 1997, Philipps-Universität Marburg, Reichert Verlag Wiesbaden, 2000, pp. 307 - 320.

S. Sophocleous, "O ανώνυμος ζωγράφος του εικονοστασίου των αρχών του 16ου αιώνα στην Παναγία Kαθολική Πελενδρίου και ο περίγυρός του", Πρακτικά Γ' Διεθνούς Kυπρολογικού Συνεδρίου, Λευκωσία, 16-20 Aπριλίου 1996, Λευκωσία, 2001, σσ. 453-490.

S. Sophocleous, "Anonymous Cypriot Painter Active around 1564 - 1584", Proceedings of the IVth International Congress of Cypriot Studies, Nicosia, 29/4 - 3/5 , 2008.

S. Sophocleous, "Cypriot icons before the 12th century. A critical reconsideration", Proceedings of the International Conference CYPRUS AND THE BALANCE OF EMPIRES: FROM JUSTINIAN I TO THE COEUR DE LION, Nicosia, 7 – 8 January 2011.

A. & J. Stylianou, The painted churches of Cyprus, Treasures of Byzantine Art, Nicosia ²1997.

Α. και Ι. Στυλιανού, «Η βυζαντινή τέχνη κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας (1191-1570)», Ιστορία της Κύπρου (εκδ. Θ. Παπαδόπουλλου), τ. Ε΄, Μεσαιωνικό Βασίλειο, Ενετοκρατία, Λευκωσία 1996, 1229-1407.) Γ. Σωτηρίου, Τα βυζαντινά μνημεία της Κύπρου, Α΄, Λεύκωμα, Αθήνα 1935.

Δ. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, «Η τέχνη στην Κύπρο από την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1453) έως την έναρξη της Τουρκοκρατίας (1571): Βυζαντινή / Μεσαιωνική ή μεταβυζαντινή;», Πρακτικά Γ΄ Διεθνούς Κυπρολογικού Συνεδρίου (Λευκωσία 1996), Β΄, Λευκωσία 2001, 621-650.

Δ. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, “Χριστιανικά μνημεία της Κύπρου: Από τον 20ό στον 21ο αιώνα. Διαπιστώσεις - ανοιχτά πεδία – προοπτικές”, Νέα Εστία, τόμ. 179, τεύχ. 1871 (Χριστούγεννα 2016): Αφιέρωμα στην Κύπρο. Ιστορία – Λογοτεχνία – Τέχνη, σσ. 367-384.

Δ. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, “Αποκαλύψεως οράματα στην Κύπρο. Ιστορική πραγματικότητα και εσχατολογική προοπτική” 64/65 (2000-2001): Kυπρολογία. Αφιέρωμα εις Θεόδωρον Παπαδόπουλλον, 385-428.

Δ. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, «Βενετία και Κύπρος: Σχέσεις τους στην τέχνη», Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου «Κύπρος-Βενετία, κοινές ιστορικές τύχες» (Αθήνα 1-3 Μαρτίου 2001), (επιμ. Μαλτέζου Χρ.), Βενετία 2002, 315-336.

Δ. Δ. Τριανταφυλλόπουλος,, Μελέτες για τη μεταβυζαντινή ζωγραφική. Ενετοκρατούμενη και Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα και Κύπρος

Δ. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Iω. Hλιάδης, λήμμα: “Κύπρος. Μεταβυζαντινὴ εκκλησιαστικὴ τέχνη”, ΜΟΧΕ 10, 2013, 385-396.

Δ. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, “Τοιχογραφίες των ναών της μητροπολιτικής περιφέρειας Ταμασού και Ορεινής κατά την Τουρκοκρατία (1570/1-1878), εν: Κ. Κοκκινόφτας (επιμ.), Ιερά Μητρόπολις Ταμασού και Ορεινής. Ιστορία – Μνημεία – Τέχνη, Λευκωσία (Πολιτιστικό Ἵδρυμα Τραπέζης Κύπρου / Ιερά Μητρόπολις Ταμασού και Ορεινής) 2012, σσ. 363-378.

Δ. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, “Ἡ μετάβαση από την παράδοση στη νεωτερικότητα. Μνημειακή εκκλησιαστική ζωγραφική στην Κύπρο κατά την Όψιμη Τουρκοκρατία”, Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών & Κυπριακή Επιτροπή Βυζαντινών Σπουδών (εκδ.), Ζωγραφίζοντας το Θείον. Τάσεις και επιδράσεις στην εκκλησιαστική ζωγραφική της Κύπρου κατά τον 19ο και 20ό αιώνα και ο ρόλος του Ελληνικού Κράτους. Κατάλογος έκθεσης (Μέγαρο Παλαιάς Αρχιεπισκοπής, Λευκωσία, 30.6. – 25.10.2014), Λευκωσία 2014, σσ. 38-49.

Α. Φούλιας, Αρχιτεκτονική και μνημειακή ζωγραφική στην Κύπρο κατά την περίοδο των αραβικών επιδρομών (649-965), (ανέκδοτη διδακτορική διατριβή), Αθήνα 2011.

S. Frigerio-Zeniou, L’ art «italo-byzantin» à Chypre au XVIe siécle. Trois témoins de la peinture religieuse: Panagia Podithou, la Chapelle Latine et Panagia Iamatikê, [Bibliothèque de l’Institut Hellénique d’études Byzantines et Post-byzantines de Venise-No 20], Venise 1998.

Ε. Χαραλάµπους, Τεχνολογία κατασκευής των επιδαπέδιων ψηφιδωτών της Κύπρου, διδακτορική διατριβή (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Λευκωσία, 2012.

Μ. Χατζηδάκης, Έλληνες ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450-1830), Α΄, Αθήνα 1987.

Μ. Χατζηδάκης, Ευγ. Δρακοπούλου, Έλληνες ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450-1830), Β΄, Αθήνα 1997.

Χρ. Χατζηχριστοδούλου, «Φορητές εικόνες στην Ιερά Μητρόπολη Μόρφου (12ος-14ος αιώνας)», στο: Ιερά Μητρόπολις Μόρφου. 2000 χρόνια Τέχνης και Αγιότητος (επιμ. Λ. Μιχαηλίδου), Λευκωσία 2000, 127-140.

Χριστ. Α. Χατζηχριστοδούλου, “Μεταβυζαντινὴ μνημειακή ζωγραφική της Κύπρου (αρχ. 18ου - αρχ. 20ού αι.)”, στο: Κύπρος. Από την Αρχαιότητα έως σήμερα (εκδ. Αν. Μαραγκού, Γ. Γεωργή, Τρ. Ε. Σκλαβενίτη, Κ. Σ. Στάικου), Αθήνα 2007, 431-461.

Χρ. Α. Χατζηχριστοδούλου, Κτήτορες ναών και δωρητές κειμηλίων την εποχή της Τουρκοκρατίας στην Κύπρο (1571-1878), (ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Κύπρου) (Λευκωσία 2008), τ. Α΄-Β΄.

Χρ. Χατζηχριστοδούλου, Η Μόρφου ως Θεομόρφου. Του χθες, του σήμερα και του αύριο, Λευκωσία 2011.

Fr. Hadjichristophi, Le pavements en mosaïque dans les églises Paléochrétiennes à Chypre, [Cahiers Chypriots 5], 1986, 9-15

Xαρ. Χοτζάκογλου, «Βυζαντινή Αρχιτεκτονική και τέχνη στην Κύπρο», Παπαδόπουλλος, Ιστορία Κύπρου, τόμος Γ΄ - Βυζαντινή Κύπρος. Ιστορικογεωγραφική εισαγωγή, θεμελίωσις της κυπριακής Εκκλησίας, Πολιτικός Θεσμός – το Θέμα της Κύπρου, αραβικαί επιδρομαί – η Κύπρος υπό τους Κομνηνούς, παιδεία και γράμματα – τέχνη, Λευκωσία 2005, 465-758.

Χαρ. Γ. Χοτζάκογλου, “Φωτίζοντας τη χριστιανική τέχνη στην Κύπρο”, στο: Κύπρος. Από την Αρχαιότητα έως σήμερα (έκδ. Άν. Μαραγκού, Γ. Γεωργή, Τρ. Ε. Σκλαβενίτη, Κ. Σ. Στάικου), Αθήνα 2007, 197-207.

 

Επικοινωνία:

Δρ Ιωάννης Ηλιάδης

Βυζαντινολόγος - Ιστορικός Τέχνης

Email: ioanniseliades@gmail.com

 

Δρ Αντιγόνη Πολυνείκη

Λειτουργός Κυπριακής Εθνικής Επιτροπής για την UNESCO

Τηλ: 22809809

Email: apolyniki@culture.moec.gov.cy