Ελιά: καλλιέργεια, παράγωγα, χρήσεις


Αιτητές:

Δήμος Τσερίου, Κοινοτικό Συμβούλιο Καπουτίου

Προσφυγικό Σωματείο Καλού Χωριού Καπούτι

Εκκλησιαστική Επιτροπή Καπουτίου

Μουσείο Κυπριακών Τροφίμων και Διατροφής

 

(*στοιχείο υπό διεύρυνση το 2020 με την ένταξη νέων κοινοτήτων και φορέων)

 

Ενδιαφερόμενες κοινότητες (σχετικοί φορείς και συνεχιστές του στοιχείου):

Δήμος Τσερίου, Κοινοτικό Συμβούλιο Καπουτίου, Προσφυγικό Σωματείο Καλού Χωριού Καπούτι, Εκκλησιαστική Επιτροπή Καπουτίου, Μουσείο Κυπριακών Τροφίμων και Διατροφής

 

(*στοιχείο υπό διεύρυνση το 2020 με την ένταξη νέων κοινοτήτων και φορέων)

 

Πεδίο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς:

Παραδοσιακή Διατροφή και Εθιμικές Πρακτικές

 

Έτος εγγραφής:

2019

 

Γεωγραφική κατανομή:

Η ελιά αποτελεί ένα από τα μακρόβια ξηρικά δέντρα, που δίνει πολύτιμο καρπό, που χρησιμοποιείται για τη διατροφή (πράσινες και μαύρες ελιές) αλλά και την παραγωγή ελαιόλαδου, το οποίο χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα και για μια σειρά άλλων σκοπών όπως τελετές, θεραπείες, κ.ά. Κανένα άλλο δέντρο δεν ταυτίστηκε με κάποια περιοχή όσο η ελιά με τη Μεσόγειο. Aποτελεί το κυριότερο χαρακτηριστικό του αγροτικού κυπριακού τοπίου. Είναι το πολυπληθέστερο από τα καρποφόρα δέντρα, διεσπαρμένο, σχεδόν σε όλα τα χωριά.  Η ελιά συνυπάρχει με τους κατοίκους της Κύπρου από τη Νεολιθική περίοδο (6η χιλιετία π.Χ.). Η καλλιέργειά της άρχισε κατά τη 2η χιλιετία π.Χ. αλλά οι πρωιμότερες μαρτυρίες για την παραγωγή λαδιού στο νησί ανάγονται στα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ., εποχή στην οποία χρονολογούνται τα αρχαιότερα ελαιοπιεστήρια που έχουν αποκαλυφθεί σε οικισμούς και ιερά (Hadjisavvas 1992; Χατζησάββας 1996, 59-63). Στην Κύπρο, η ελιά καλλιεργείται μέχρι το υψόμετρο των 700 μέτρων και θεωρείται το πλέον διαδεδομένο μη δασικό δέντρο. Συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη και την προστασία του περιβάλλοντος. Ελιά και ελαιόλαδο συμπεριλαμβάνονται στη μεσογειακή διατροφή, τα οφέλη της οποίας έχουν αναγνωριστεί διεθνώς εδώ και δεκαετίες. Ενδεικτικά, σημαντικά κέντρα ελαιοκαλλιέργειας στην Κύπρο αποτελούν οι κοινότητες Τσερίου, Λυθροδόντα, Δευτεράς, Αγγλισίδων, Χοιροκοιτίας, Λιμνάτι, ενώ μέχρι και το 1974 η Ακανθού, η Λάπηθος, το Πέλλα Παΐς και το Ριζοκάρπασο.

 

Περιγραφή:

Ελιά και ελαιόλαδο – Αρχαιολογικά δεδομένα και ιστορικά ευρήματα

Όπως συνηθίζεται σήμερα, έτσι και στην αρχαιότητα οι ελιές τύγχαιναν επεξεργασίας πριν από την κατανάλωσή τους. Ο Ησύχιος (5ος αι.μ.Χ.) στο λεξικό του, καταγράφει τη λέξη ‘βομβοĩαι’ ως την κυπριακή ονομασία για τις κολυμπάδες ελιές  (Χατζηιωάννου 1975, 354). Κολυμπάδες είναι οι ελιές οι οποίες διατηρούνται στην άλμη. Πληροφορίες για την ελιά (ως δέντρο και καρπό) στην αρχαία Κύπρο αντλούμε μέσα από ευρήματα ανασκαφών, γραπτές πηγές και απεικονίσεις. Μακροβοτανικά κατάλοιπα τα οποία μαρτυρούν την κατανάλωση και την επεξεργασία του καρπού της ελιάς σε ελαιόλαδο είναι οι πυρήνες ελαιόκαρπου, απανθρακωμένοι και μη.

Τέτοια κατάλοιπα έχουν ανευρεθεί στην Κύπρο σε θέσεις της Νεολιθικής περιόδου, της Χαλκολιθικής, της Ύστερης εποχής του Χαλκού μέχρι και την Ελληνιστική περίοδο. Η απουσία πυρήνων από τα ευρήματα της Πρώιμης και Μέσης εποχής του Χαλκού θεωρείται ότι δεν οφείλεται σε μειωμένη κατανάλωση και χρήση του καρπού αλλά στο γεγονός ότι οι περισσότερες ανασκαμμένες θέσεις αυτής της περιόδου είναι νεκροπόλεις (Hadjisavvas 1992, 3).

Εάν ισχύει το δεδομένο το οποίο υποστηρίζουν πολλοί ερευνητές ότι η Αλάσια ταυτίζεται με την Κύπρο ή κάποια περιοχή της Κύπρου, η πρώτη αναφορά στο εμπόριο του κυπριακού λαδιού, σύμφωνα με τον Χατζησάββα (1992, 115-116) εντοπίζεται στην αλληλογραφία της Αμάρνας. Πρόκειται για επιστολές τις οποίες έστειλε ο βασιλιάς της Αλάσιας στον Φαραώ κατά τη 18η Δυναστεία, κατά τη διάρκεια των επτά πρώτων χρόνων της βασιλείας του Ακενατόν (1352-1334 π.Χ.). Επίσης, ο Στράβωνας (1ος αι.π.Χ.) στο έργο του «Γεωγραφικά» (14.5) αναφέρεται στην αυτάρκεια της Κύπρου ως προς το ελαιόλαδο χαρακτηρίζοντάς την «εὐέλαιο».

 

Η καλλιέργεια και χρήση της ελιάς στην Κύπρο (Olea europaea L.)

Η συλλογή του καρπού της ελιάς γινόταν συνήθως σε δύο περιόδους, ανάλογα με το είδος των ελιών που παρασκεύαζαν (Αρχιμανδρίτης Χατζηκώστας 1995, 149-154). Στα τέλη Αυγούστου ή στις αρχές Σεπτεμβρίου, όταν οι ελιές ήταν ακόμα πράσινες, οι Κύπριοι  μάζευαν μικρή ποσότητα ελιών για να παρασκευάσουν ελιές τσακκιστές και ελιές κολυμπάτες, ενώ στα τέλη Οκτώβρη συνέλεγαν τις μαύρες ελιές για να παρασκευάσουν ελιές ξιδάτες και κουμνιαστές (Υπουργείο Γεωργίας 2008, Διατήρηση ελιών).

Στο Δίκωμο, από τις 15 Αυγούστου οι γυναίκες μάζευαν πράσινες ελιές για να τις κάνουν τσακκιστές. Τις μαύρες ελιές (επιτραπέζιες) τις μάζευαν από τον Οκτώβριο μέχρι τις 14 Νοεμβρίου και τις αλάτιζαν για να διατηρηθούν. «Τζείνες που ήταν να πάρουμεν για λάι επλυννίσκαμεν τες, εβάλλαμεν τες μες τες κοφίνες τζι εστραγγούσαν τζι επαίρναμεν τες στον μύλον. Ήταν μύλος με μούλαν, στεγασμένος. Ελέχαν τες, μετά εβάλλαν τες στες τσούλιες, μαύρα ρούχα σαν τες πατανίες, τζι εδίπλωννες ποτζεί τζιαι ποδά για να φκει το λάι» (Μαυροκορδάτος 2003, 310-311).

Οι ελιές μετά τον ραβδισμό ή το απευθείας μάζεμά τους, για όσα κλαδιά των ελαιοδέντρων βρίσκονταν χαμηλά, συγκεντρώνονταν σε σακιά και μεταφέρονταν στο σπίτι. Εκεί καθαρίζονταν από τα φύλλα της ελιάς και διαχωρίζονταν σε αδρές, που θα παρασκευάζονταν για να αποτελέσουν μέρος της καθημερινής διατροφής, και εκείνες που θα πήγαιναν στον ελιόμυλο για να εξαχθεί το λάδι (Ιωνάς 2001, 213).

Οι ελιές παρασκευάζονταν με διάφορους τρόπους όπως τσακκιστές, κολυμπάτες, ξιδάτες και κουμνιαστές. Οι τσακκιστές ελιές ήταν πράσινες ελιές που τσακίζονταν με μια πέτρα και αφού ξεπικρίζονταν σερβίρονταν με ψιλοκομμένο σκόρδο, κόλιανδρο και ελαιόλαδο. Οι κολυμπάτες ήταν πράσινες ελιές που ξεπικρίζονταν, αποθηκεύονταν σε δοχείο με άλμη, λεμόνι και ελαιόλαδο και σερβίρονταν με ελαιόλαδο, θυμάρι ή ρίγανη.  Οι κουμνιαστές ελιές γίνονταν με ώριμες μαύρες ελιές, οι οποίες πλένονταν με νερό, ξεπικρίζονταν σε άλμη για 3-4 ημέρες και διατηρούνταν σε δοχείο με αλάτι. Οι ξιδάτες ελιές διατηρούνταν σε ξίδι και άλμη αφού πρώτα χαρασσόταν η σάρκα τους με λεπίδα και ξεπικρίζονταν (Υπουργείο Γεωργίας 2008, Διατήρηση ελιών).

Το συνηθέστερο προσφάγι των αγροτών, ιδιαίτερα τη περίοδο του θερισμού, που βρίσκονταν στα χωράφια, ήταν ψωμί με ελιές (Χατζηκυριάκου 2011, 230-233). Ακόμα οι ελιές συνόδευαν το φαγητό του μεσημεριού και του βραδινού γεύματος που συνήθως ήταν όσπρια (Αρχιμανδρίτης Χατζηκώστας 1995, 149-154). Επίσης, οι ελιές μαζί με το ψωμί και το χαλούμι ήταν μέρος της παρηορκάς που προσφερόταν στη κηδεία του νεκρού αλλά και στο μνημόσυνό του (Κυπρή και Πρωτόπαπα 2003). Τέλος, αποτελούν την πρώτη ύλη για την παρασκευή ελιόπιτας ή ελιωτής (πίτες με ελιές), κυρίως σε περιόδους νηστείας (Κυπρή ΘΔ,Πρωτόπαπα ΚΑ, 2003, σελ. 123).

Ελαιόλαδο

Η συγκομιδή του καρπού της ελιάς για τη παραγωγή του ελαιολάδου ξεκινούσε στο τέλος του φθινοπώρου από τους μικροϊδιοκτήτες και την οικογένειά του. Ο νοικοκύρης έριχνε τις ελιές από τα δέντρα, κουνώντας τα κλαδιά, ενώ οι γυναίκες-ελαιομαζώχτρες μάζευαν τους καρπούς από το έδαφος (Αρχιμανδρίτης Χατζηκώστας 1995). Μετά τη συγκομιδή των ελιών, οι ελιές μεταφέρονταν στο ελαιοτριβείο για την παραγωγή ελαιολάδου. Σχεδόν σε όλα τα χωριά υπήρχε ένα ελαιοτριβείο με ξύλινα ή πέτρινα πιεστήρια. Η διαδικασία παραγωγής ελαιολάδου που ακολουθείτο ήταν το καθάρισμα των ελιών, η σύνθλιψη του καρπού, προσθήκη νερού, συμπίεση της πάστας ελιάς και τέλος διαχωρισμός του ελαιολάδου από το νερό (Υπουργείο Γεωργίας 2000).

Οι Κύπριοι για να διαχωρίσουν το ελαιόλαδο από τα υπόλοιπα έλαια το ονομάζουν λάδιν καλό ή απλά λάδιν (το). Ο Χατζησάββας, ο οποίος μελέτησε διεξοδικά τις μεθόδους παραγωγής και τις χρήσεις του ελαιολάδου, θεωρεί ότι υπήρξε εξίσου σημαντικό για την κυπριακή κοινωνία και οικονομία όσο και ο χαλκός (Hadjisavvas 1992α, 233). Η χρήση του δεν περιοριζόταν μόνο στο φαγητό αλλά και ως καύσιμη ύλη για παραγωγή φωτισμού, ως καλλυντικό και ως ιερή προσφορά στις θεότητες (Hadjisavvas 1996a, 129).

Στα χωριά της Πάφου και του Ριζοκαρπάσου η παραγωγή ελαιολάδου ήταν μικρή και οι νοικοκυρές χρησιμοποιούσαν το ελαιόλαδο για να αρωματίζουν τις σαλάτες και τα ζαρζαβατικά τους, ενώ στο τηγάνισμα χρησιμοποιούσαν μίλλαν χοίρου (Ξιούτας 1978). Αντίθετα, στα χωριά της Μεσαορίας και της επαρχίας Λευκωσίας το ελαιόλαδο χρησιμοποιείτο ευρέως στη μαγειρική. Με το ελαιόλαδο έφτιαχναν τις λαδόπιττες ή καττιμέρκα, που ήταν φύλλο ζυμαριού που αλειφόταν με ελαιόλαδο, και ψήνονταν στον φούρνο ή στη σάτζην και σερβίρονταν με ζάχαρη ή έψημαν (Αθανασιάδου 1985). Ακόμα στο Ριζοκάρπασο συνήθιζαν με το πρώτο λάδι που έβγαινε να παρασκευάζουν πίττες λυτρατζ̆ένες [πίτες χωρίς προζύμι] (Κυπρή - Πρωτόπαπα 2003, 294).

Οι αγρότες πλήρωναν τον μυλωνά ανάλογα με τη ποσότητα ελαιολάδου που παρήγαγαν. Για κάθε είκοσι λίτρα ελαιολάδου που παραγόταν, το ένα λίτρο άνηκε στον μυλωνά. Ακόμα, οι ελαιοπαραγωγοί είχαν την υποχρέωση να προσφέρουν φαγητό στους εργάτες του μύλου. Το πρόγευμα  που πρόσφεραν οι παραγωγοί ήταν συνήθως ψωμί με ελαιόλαδο και ελιές, ενώ το μεσημεριανό και το δείπνο ήταν όσπρια ή πατάτες (Αρχιμανδρίτης Χατζηκώστας 1995).

Μετά τη γέννηση του βρέφους οι λεχώνες συνήθιζαν να δίνουν στην μαμμή [μαία] και ελαιόλαδο (Κυπρή - Πρωτόπαπα 2003, 167). Επίσης, ελαιόλαδο έβαζαν και μέσα στα πήλινα δοχεία όπου διατηρούσαν τα χαλλούμια, ώστε να μη δημιουργούνται σκουλήκια (αππηητούρκα) (Μαυροκορδάτος 2003, 314).

 

Οικονομική και κοινωνική σημασία της ελιάς στη ζωή των Κυπρίων

Ο  θυμόσοφος κυπριακός λαός έπλασε  δεκάδες παροιμίες σχετικές με την ελιά και τα παράγωγά της,  οι οποίες εμπλουτίζουν τη λαϊκή μας παράδοση. Σημειώνουμε μια τέτοια παροιμία: «Έφκην πουπάνω σαν το λάδιν».

«Το βράδυ της παραμονής της πρώτης του χρόνου (31 Δεκεμβρίου) στο Ριζοκάρπασο τα μέλη κάθε οικογένειας, μαζί, κάποτε, με άλλα συγγενικά και φιλικά πρόσωπα, μαζεύονται γύρω από τη νισκιάν, όπου είναι αναμμένα τα κάρβουνα, και προσπαθούν, ενώ ζεσταίνονται, να μαντεύσουν την τύχη τους για το νέο χρόνο με τη μέθοδο της εμπυροσκοπίας, η οποία ως γνωστό, είναι ένας συνηθισμένος μαντικός τρόπος, που χρησιμοποιείται το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς. Το κάθε μέλος της οικογένειας και ιδιαίτερα τα παιδιά και οι νέοι κόβουν χλωρά φύλλα ελιάς από κλαδί, που κρατούν στα χέρια τους και το οποίο προμηθεύονται από νωρίς το απόγευμα, και αφού τα φτυμμακώσουν από την ανάποδη -κάποιοι δεν τα φτυμμακώνουν- και κάμουν με αυτά το σχήμα του σταυρού πάνω στα αναμμένα κάρβουνα, τα ρίχνουν πάνω σ’ αυτά, ανεστραμμένα ή όπως τύχει. Ενώ τα ρίχνουν, επικαλούνται τον άγιο Βασίλειο, που γιορτάζεται από την Εκκλησία μας την επόμενη μέρα, «να δείξει τζαι να φανερώσει», αν το άτομο, το οποίο ονοματίζουν κατά το ρίξιμο των χλωρών φύλλων της ελιάς πάνω στα αναμμένα κάρβουνα, τους αγαπά ή αν θα τους δώσει πουλιστρέναν. Αν το χλωρό φύλλο ελιάς, αφού ζεσταθεί, αναπηδήσει με κρότο και αναποδογυριστεί, πιστεύεται πως η απάντηση του αγίου είναι καταφατική, δηλαδή το άτομο, με το οποίο ονομάτισαν, τους αγαπά ή θα τους δώσει πουλιστρέναν. Και όσο πιο μεγάλος είναι ο κρότος, με τον οποίο αναπηδά πάνω στα αναμμένα κάρβουνα το φύλλο της ελιάς, τόσο πιο μεγάλη πιστεύουν πώς είναι και η αγάπη του ατόμου, που ονομάτισαν. Αν, αντίθετα, το φύλλο δεν αναπηδήσει, αλλά καεί επί τόπου, αυτό θεωρείται ένδειξη αρνητικής απάντησης, οπότε τους καταλαμβάνει μεγάλη λύπη και στεναχώρια. Για να βεβαιωθούν ότι πραγματικά τους αγαπά ή ότι θα τους δώσει πουλιστρέναν δοκιμάζουν πολλές φορές. Κατά το ρίξιμο των φύλλων πάνω στα αναμμένα κάρβουνα λέγουν (με διάφορες παραλλαγές σε όλα τα μέρη της Κύπρου): «Άη Βασίλη βασιλιά, που πή(γ)ες εις την Αίγυπτον τζι’ εγύρισες την έρημον τζι’ εί(δ)ες την τύχη των τυχών, δείξε τζι’ εμέν την τύχημ μου, άμ μ’ αγαπά ο (τάδε) ή η (τάδε) ή αθ θα μου δώσει πουλιστρέναν ο (τατάς μου). Το έθιμο της εμπυροσκοπίας με ελιά, που αποτελεί παλία βυζαντινή σηνήθεια, είναι παγκύπριο»(Ταουσιάνης 2008, 65).

«Την Κυριακήν των Βαΐων εφέρναν ούλλοι στην εκκλησιάν κλαθκιά ελιάς τζι επιάνναν τα τζι επαίρναν τα έσσω τους ύστερα που σαράντα μέρες, της Αναλήψεως» (Μαυροκορδάτος 2003, 311). Η ευλογημένη ελιά χρησιμοποιούνταν στο κάπνισμα (θυμιάτισμα), διαδεδομένη συνήθεια των Κυπρίων.

Με κλαδιά ελιάς έπλεκαν τα στέφανα των νεονύμφων στις περισσότερες περιοχές της Κύπρου ως τις αρχές του 20ού αιώνα. Η χρήση κλάδων για τα στέφανα υποδηλώνει την προσπάθεια για μετάδοση της ευκαρπίας, της θαλερότητας, της αυξητικής δύναμης και της γονιμότητας του δέντρου στους νεόνυμφους. Πίστευαν ότι ιδιαίτερα η ελιά έφερνε ευλογία γιατί ήταν ευλογημένη. Η χρήση της στο στεφάνι θα έφερνε επίσης ειρήνη ανάμεσα στο ανδρόγυνο. Αρχικά, χρησιμοποιούσαν μόνον τα κλαδιά της ελιάς και του κλήματος ως βάση για το στεφάνι ενώ στη συνέχεια στερέωναν και φύλλα. Πρόσεχαν τόσο τον αριθμό των κλαδιών όσο και των φύλλων, καθώς και τη θέση που θα τα στερέωναν, ώστε να σχηματίζεται σταυρός ή να συμβολίζεται η Αγία Τριάδα.

Το κάπνισμα με την ελιά συνόδευε όλες τις φάσεις του γάμου, για να αποφευχθεί το κακό μάτι και ο φθόνος. Ήταν επίσης απαραίτητο και κατά την είσοδο του ζευγαριού  στο σπίτι του. Το πιάτο μέσα στο οποίο βρισκόταν το καπνιστήρι έπρεπε να το σπάσουν στην υγειά του ανδρογύνου, για να είναι σιδερένιοι (Πρωτοπαπά 2005, τ. Β΄, 174-176).

Η ορθόδοξη εκκλησία χρησιμοποιεί το ελαιόλαδο στα μυστήρια του βαπτίσματος, του χρίσματος και του ευχέλαιου. Τα καντήλια στους ναούς ανάβουν με ελαιόλαδο. Το λάδι κατέχει, επίσης, σημαντική θέση στις νηστείες των ορθοδόξων χριστιανών. Ο αγιασμός γινόταν πάντοτε με κλαδιά ελιάς αφού πίστευαν ότι συμβόλιζε τη νέα βλάστηση (Ρουσουνίδης 1988, κεφ. 1).

Τέλος, η παρηορκά που δινόταν μετά τη κηδεία κάποιου αποτελείτο από μαύρες ελιές και ψωμί. Υπήρχε η αντίληψη ότι λόγω του μαύρου χρώματος τους, οι ελιές συμβόλιζαν τον νεκρό και γι’ αυτό δίνονταν ως παρηορκά μαζί με ψωμί μετά την ταφή (Ρουσουνίδης 1988, κεφ 1).

 

Η ελιά στη λαϊκή ιατρική, θεουργική ιατρική και μαγική θεραπευτική

Εκτενή αναφορά για τη θεραπευτική ιδιότητα της ελιάς και του λαδιού κάνει ο πατέρας της ιατρικής Ιπποκράτης, στο βιβλίο του  «Διαιτητική και Θεραπευτική».

Αξίζει να αναφερθεί ότι τα φύλλα ελιάς χρησιμοποιούνταν επίσης στη λαϊκή ιατρική. Οι Κύπριοι θεωρούσαν πως ο ζωμός από φύλλα ελιάς βοηθούσε στις εμπύρετες καταστάσεις, ενώ τα φύλλα και η ρίζα αγριελιάς στο πονόδοντο. Στο χωριό Τάλα της Πάφου, άτομα με υπέρταση μασούσαν 3-4 φύλλα αγριελιάς για να μειωθεί η αρτηριακή πίεση (Ρουσουνίδης 1988, κεφ. 1).

Όταν το νεογέννητο ήταν άρρωστο και φαινόταν ότι θα πεθάνει, έσπευδαν να το βαφτίσουν. Ένας  τρόπος βαφτίσματος του νεογέννητου ήταν το καντηλοβάφτισμα όπου εκεί ράντιζαν το βρέφος με νερό και λάδι από το καντήλι και με το λάδι σχημάτιζαν σταυρούς στο σώμα του.

Στη βάφτιση του βρέφους ο νονός έπρεπε να πάρει στην εκκλησία λάδι μέσα σε ένα πιάτο για να το γύρουν στην κολυμβήθρα. Κατά τη διάρκεια της βάφτισης ο ιερέας σταύρωνε το παιδί με λάδι (Πρωτοπαπά 2009).               

Συνήθιζαν να αλείφουν το νεογέννητο με το λάδι της ελιάς. Το λάδι τού το έβαζε η μαμμή ή συνήθιζαν οι παρευρισκόμενοι να βουτούν το δάκτυλό τους στο λάδι και να αλείφουν το μωρό, δίνοντάς του την ευχή τους. Μπορούσε να ανακατέψουν το λάδι και με αλάτι για να αλείψουν το μωρό. Σε μερικά χωριά το άλειφαν πρώτα λάδι, μετά του έβαζαν αλάτι με κρασί και στη συνέχεια το έλουζαν, συνεχίζοντας τη διαδικασία αυτή για 40 μέρες.

 

Όταν το παιδί πονούσε την κοιλιά του, το έτριβαν με ελαιόλαδο ή του έβαζαν λάδι στον ομφαλό του. Εντριβές έκαναν επίσης και με μαστιχόλαδο. Στο βιβλίο του Γιώργου Ι. Μαυροκορδάτου «Δίκωμο: Το χθες και το σήμερα» σημειώνεται πως συνήθιζαν να χρησιμοποιούν λάδι όταν πονούσαν τα αυτιά τους και τρίβονταν με αυτό όταν είχαν πόνο στην κοιλιά (Μαυροκορδάτος 2003, 311).

 

Βιβλιογραφία

Αθανασιάδου, Α. (1985), «Συνταγές ζυμαρικών από κατεχόμενα χωριά της Κύπρου», Λαογραφική Κύπρος 15,35, 81-93.

Αρχιμανδρίτης Κυπριανός (1788 [1971²]), Ιστορία Χρονολογική της Νήσου Κύπρου, Εκδόσεις Παλιγγενεσίας, Λευκωσία.

Αρχιμανδρίτης Χατζηκώστας Λ. (1995), «Η ελιά στο χωριό μου την εποχή του μεσοπολέμου», Λαογραφική Κύπρος 25(45), 149-154.

Γεννάδιος Π. Γ. (1914), Λεξικόν φυτολογικόν: Περιλαμβάνον τα ονόματα, την ιθαγένειαν και τον βίον υπερδεκασχιλίων φυτών, εν οις και τα λόγω χρησιμότητος ή κόσμου καλλιεργούμενα, των οποίων περιγράφονται και η ιστορία, η καλλιέργεια, τα προϊόντα και αι νόσοι, Εκ του Τυπογραφείου Παρασκευά Λεωνή, Εν Αθήναις.

Γιαγκουλλής, Κ. Γ. (2008), Κυπριακά ήθη και έθιμα του κύκλου της ανθρώπινης ζωής, του εορτολογίου και των μηνών με στοιχεία γεωργικής λαογραφίας (Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών αρ. 67), Θεοπρες Λτδ., Λευκωσία.

Ζαμπάς, Α. (Επιμελητής) (2014), Το Καπούτι. Λευκωσία: Εκδ. Προσφυγικού Σωματείου Καλού Χωριού- Καπούτι

Ιωνάς, Ι. (2001), Παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου (Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών ΧΧΧVΙΙ), Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου, Λευκωσία.

Κυπρή, Θ. Δ. και Πρωτόπαπα, Κ. Α. (2003), Παραδοσιακά ζυμώματα της Κύπρου (Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών ΧVIII), Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1989), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Γ΄, Γλωσσάριον Ιωάννου Ερωτοκρίτου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XIV, Λευκωσία.

Μαυροκορδάτος Γ. Ι. (2003), Δίκωμο: Το χθες και το σήμερα, Λευκωσία.

Ξιούτας Π. (1978), Κυπριακή λαογραφία των ζώων, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XXXVIII, Λευκωσία.

Πρωτοπαπά, Κ. (2005), Έθιμα του παραδοσιακού γάμου στην Κύπρο, τ. Α΄- Β΄, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLV, Λευκωσία.

Πρωτοπαπά, Κ. (2009), Τα έθιμα της γέννησης στην παραδοσιακή κοινωνία της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLIX, Λευκωσία.

Ρουσουνίδης Α. Χ. (1988), Δένδρα στην ελληνική λαογραφία με ειδική αναφορά στην Κύπρο, τ. Α΄, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΙΙΙ, Λευκωσία.

Σακελλάριος Α. Α. (1855), Τα Κυπριακά: Ήτοι πραγματεία περί Γεωγραφίας, Αρχαιολογίας, Στατιστικής, Ιστορίας, Μυθολογίας και Διαλέκτου της Κύπρου. Εις τρεις τόμους, τ. 1, Εκ της Τυπογραφίας Ιω. Αγγελόπουλου, Εν Αθήναις.

Ταουσιάνης, Χ. (2008), Λαογραφικά σύμμεικτα Ριζοκαρπάσου. Αναφορές και σε άλλα μέρη της Κύπρου και του ευρύτερου Ελληνισμού, Λευκωσία.

Τσιάτταλος, Χ. (χ.η.), Η καλλιέργεια της Ελιάς στην Κύπρο. Παραγωγή και εμπορία ελαιολάδου. http://polelia.sedik.gr/cyprus1.html [Πρόσβαση: 18 Δεκεμβρίου 2019)

Υπουργείο Γεωργίας Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος (2000), Η ελιά, Γραφείο τύπου και πληροφοριών, Λευκωσία.

Υπουργείο Γεωργίας Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Τμήμα Γεωργίας (2008), Διατήρηση ελιών και παρασκευάσματα από ελιές, Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, Λευκωσία.

Φαρμακίδου ΞΠ (1983). Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, [Υλικά διά την σύνταξιν Ιστορικού Λεξικού της Κυπριακής Διαλέκτου, μέρος Β', έκδ. Θεοφανώς Δ. Κυπρή], Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, Λευκωσία, 2η έκδ, 2003.

Χατζηιωάννου, Κ. (1975), Η Αρχαία Κύπρος εις τας Ελληνικάς πηγάς, τ.Β, Λευκωσία: Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου

Χατζηκυριάκου Ν. Γ. (2011), Αρωματικά και αρτυματικά φυτά στην Κύπρο. Από την Αρχαιότητα μέχρι Σήμερα, Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου, Λευκωσία.

Χατζησάββας Σ. (1996), «Η τεχνολογία της μετατροπής του ελαιόκαρπου σε ελαιόλαδο κατά την αρχαιότητα στην Κύπρο», Ελιά και Λάδι. Τριήμερο Εργασίας (Καλαμάτα 7-9 Μαΐου 1993), Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ – ΕΛΑΪΣ Α.Ε., Αθήνα, 59-69.

Χατζησάββας, Σ. (2008), Η Ελιά και το Λάδι στον Αρχαίο Ελληνικό Κόσμο. Αθήνα: Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς

Χατζησάββας, Σ. (n.d.) ‘Ο Πολιτισμός της Ελιάς στην Κύπρο’ [online] Ο Πολιτισμός της Ελιάς από την Κρήτη στην Κύπρο. Στο: <http://www.polelia.gr/cyprus2>  [Πρόσβαση: 16 Ιουλίου 2010]

Χριστοδουλίδης, Χρ. (1994), Πέλλα-Πάις, Λεμεσός.

 

Bennett, E.L. et alii (1989), 436 Raccords et quasi-raccords de fragments inedits. Salamanca: Universidad de Salamanca

Hadjisavvas, S. (1992) Olive-oil processing in Cyprus-from the Bronze Age to the Byzantine Period, Studies in Mediterranean Archaeology 99. Nicosia: Paul Astroms Göteborg

Hadjisavvas, S. (1996), ‘The Economy of the Olive’ στο: Karageorghis, V.;  Michaelides, D. (επιμ.) The Development of the Cypriot Economy- from the Prehistoric Period to the Present Day. Nicosia: University of Cyprus, 127-137

Hadjisavvas, S. (1992α), ‘Olive Oil Production and Divine Protection’ στο: Astrom, P. (επιμ.) Acta Cypria: Acts of the International Congress on Cypriote Archaeology held in Goteborg on 22-24 August 1991, part 3. Jonsered: Paul Astroms Forlag, 233-248

Hadjisavvas, S. (2002), ‘An ivory mirror handle from Amathous’, RDAC, 83-88

Hellbing, L. (1979), Alasia Problems, Studies in Mediterranean Archaeology 57. Goteborg: Paul Astroms

Jones, H.L. (μτφ.) (1988), Strabo-The Geography of Strabo, Loeb Classical Library 223. Cambridge: Harvard University Press, τ.6.

Masson, O. (1967), ‘Les Insciptions Syllabiques’ στο: Karageorghis, V. Excavations in the Necropolis of Salamis. Nicosia: Department of Antiquities, 132-142.

Moran, W.L. (1992), Amarna Letters. London: John Hopkins University Press.

Ohnefalsch-Richter M. (1994), Ελληνικά Ήθη και Έθιμα στην Κύπρο, Μαραγκού Α. (μτφρ.), Πολιτιστικό Κέντρο Λαϊκής Τράπεζας, Λευκωσία.

Rizopoulou-Egoumenidou E. (2005), "The role of olive tree and olive oil in the traditional life of Cyprus", Second International Conference, Traditional Mediterranean Diet: Past, Present and Future, focusing on Olive Oil and Traditional Production (Athens 20-22 April 2005), CD produced by 'Heliotopos Conferences', 10 pages.

 

 

Επικοινωνία

Χρυσταλλένη Λαζάρου

Πρόεδρος Μουσείου Κυπριακών Τροφίμων και Διατροφής

Email: cyfoodmuseum@gmail.com

 

Αντώνιος Ζαμπάς

Πρόεδρος Κοινοτικού Συμβουλίου Καπουτίου

Email: azmpas@hotmail.com

 

Ελπινίκη Χαραλάμπους

Αναπληρωτής Δημοτικός Γραμματέας Δήμου Τσερίου

Email: info@tseri.org.cy