Κυπριακοί Παραδοσιακοί Χοροί


Αιτητής:

Λαογραφικός Όμιλος Λεμεσού (2017)

Πολιτιστικό Εργαστήρι Αγ. Ομολογητών (2020)

Πολιτιστικός και Χορευτικός Όμιλος Λεμεσού «Διόνυσος» (2020)

Εργαστήρι Παραδοσιακού Χορού «ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ»  (2022)

 

Ενδιαφερόμενες κοινότητες (σχετικοί φορείς και συνεχιστές του στοιχείου):

Λαογραφικός Όμιλος Λεμεσού, Πολιτιστικός Χορευτικός Όμιλος Λεμεσού «ΔΙΟΝΥΣΟΣ», το Πολιτιστικό Εργαστήρι Αγίων Ομολογητών και άλλοι χορευτικοί, λαογραφικοί και πολιτιστικοί όμιλοι και σύλλογοι, χορευτές και χοροδιδάσκαλοι, μαθητές και μαθήτριες χορού, σχολές παραδοσιακής μουσικής και χορού, χορευτικά συγκροτήματα και πολιτιστικοί σύλλογοι/σύνδεσμοι αποδήμων, οργανοπαίκτες παραδοσιακών οργάνων, σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, μουσικά σχολεία (γυμνάσια και λύκεια), επιμορφωτικά κέντρα Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, παιδαγωγικές σχολές ανώτατων ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, καθηγητές φυσικής αγωγής, μέλη λαογραφικών και πολιτιστικών ομίλων και συγκροτημάτων, εθνομουσικολόγοι, λαογράφοι, ανθρωπολόγοι, ακαδημαϊκοί και ερευνητές της παράδοσης από τον Ελλαδικό και Κυπριακό χώρο κυρίως.

Λαογραφικός Όμιλος Λεμεσού:

Ο Λαογραφικός Όμιλος Λεμεσού ιδρύθηκε το καλοκαίρι του 1977. Με πρόσφατα ακόμη τα σημάδια από το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή, μια ομάδα ανθρώπων με πρωτεργάτη τον Μάριο Σωφρονίου ξεκίνησαν με όραμα την προστασία και σωστή προβολή της γνήσιας μουσικοχορευτικής παράδοσης του τόπου μας και στόχο τη μεταλαμπάδευση της πλούσιας αυτής κληρονομιάς στις νέες γενιές. Το Χορευτικό Συγκρότημα του Ομίλου έχει βραβευτεί επανειλημμένα σε Διεθνή Φεστιβάλ Λαϊκών Χορών (1980 Ντιζόν Γαλλίας, 1988 Middlesbrough Αγγλίας, 1999 Zakopane Πολωνίας). Το Συγκρότημα συνεχίζει να συμμετέχει κάθε χρόνο, όπως και οι Παιδικές Χορευτικές του Ομάδες, σε διαγωνισμούς και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις στην Κύπρο και το εξωτερικό. Σημαντικές είναι επίσης οι διάφορες μουσικοχορευτικές παραγωγές του Ομίλου όπως «Ελλήνων Χοροί» «Σεργιάνι στην Παράδοση», «Ξεριζωμένοι Πολιτισμοί» και «Πάσχα των Ελλήνων». Στις εκδηλώσεις αυτές συνεργάστηκαν με τον Λαογραφικό Όμιλο Λεμεσού καταξιωμένοι καλλιτέχνες από την Ελλάδα όπως η κα Δόμνα Σαμίου, ο κος Χρόνης Αηδονίδης, ο Νίκος Φιλιππίδης με την ορχήστρα του, η ορχήστρα του Θανάση Σέρκου κ.ά.

Από το 1993 ο Λαογραφικός Όμιλος Λεμεσού οργανώνει, ανά διετία, το Διεθνές Παιδικό Φεστιβάλ Λαϊκών Χορών που αποτελεί πια θεσμό για το τόπο, φιλοξενώντας παιδικές χορευτικές ομάδες από όλο τον κόσμο.

Αναγνωρίζοντας τη σημασία της επιστημονικής προσέγγισης της παράδοσης και την ανάγκη ενημέρωσης του κοινού σε θέματα λαογραφίας, ο Λαογραφικός Όμιλος Λεμεσού οργανώνει διαλέξεις και συμπόσια λαογραφίας με τη συμμετοχή διακεκριμένων εισηγητών από την Κύπρο και την Ελλάδα. Ας σημειωθεί ότι τα Πρακτικά του Γ΄ Συμποσίου Κυπριακής Λαογραφίας και της Ημερίδας Λαογραφίας «Θράκη – Αιγαίο – Κύπρος» έχουν ήδη εκδοθεί. Ο τόμος των Πρακτικών της Ημερίδας Λαογραφίας περιλαμβάνει και ψηφιακό δίσκο με μουσικά ακούσματα από την Κύπρο, τη Μυτιλήνη και τη Θράκη, αποτέλεσμα της συνεργασίας του Λαογραφικού Ομίλου Λεμεσού με τον Σύλλογο Μεσοτοπιτών Λέσβου « Η Αναγέννηση » και του Πολιτιστικού Συλλόγου Ασβεστάδων του Νομού Έβρου.

Πολιτιστικός Χορευτικός Όμιλος Λεμεσού «ΔΙΟΝΥΣΟΣ»:

Ο Πολιτιστικός Χορευτικός Όμιλος Λεμεσού «ΔΙΟΝΥΣΟΣ» ιδρύθηκε στη Λεμεσό τον Αύγουστο του 1991 από άτομα με έντονο ενδιαφέρον για την πολιτιστική παράδοση του τόπου μας. Στόχος του Ομίλου και των χοροδιδασκάλων του, Αντρέα και Μιχάλη Λανίτη, είναι η μελέτη, η καταγραφή, η διάσωση και η πιστή διάδοση του μεγαλείου του παραδοσιακού πλούτου, των χορών, των τραγουδιών, των ηθών, των εθίμων και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του νησιού μας και του ευρύτερου Ελληνισμού. Επιπλέον ο Πολιτιστικός Χορευτικός Όμιλος Λεμεσού «ΔΙΟΝΥΣΟΣ» αποσκοπεί στη διοργάνωση είτε με πρωτοβουλίες του είτε σε συνεργασία με διάφορους τοπικούς και ξένους φορείς πολιτισμού ή με άλλα συγκροτήματα, πολιτιστικών, λαογραφικών, καλλιτεχνικών και φιλανθρωπικών εκδηλώσεων και παραστάσεων και στη διεξαγωγή σεμιναρίων τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό. Ο Πολιτιστικός Όμιλος Λεμεσού «ΔΙΟΝΥΣΟΣ» και οι χοροδιδάσκαλοί του απαριθμούν πολλές συμμετοχές σε κυπριακούς και διεθνείς διαγωνισμούς με θέματα την παράδοση και τον πολιτισμό, στους οποίους απέσπασαν βραβεία και διακρίσεις.

Πολιτιστικό Εργαστήρι Αγίων Ομολογητών:

Το Πολιτιστικό Εργαστήρι λειτούργησε το Φεβρουάριο του 1999 αρχικά ως Εργαστήρι Παραδοσιακών Χορών. Ιδρύθηκε από άτομα που ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τον παραδοσιακό πολιτισμό της Κύπρου και του ελλαδικού χώρου. Ξεκίνησε τη δράση του με έμφαση στο χορό, δημιουργώντας ομάδες παιδιών και ενηλίκων. Στο επίκεντρο των στόχων του Εργαστηρίου βρίσκεται η ενασχόληση με τα ήθη, τα έθιμα, το χορό, το τραγούδι, τη μουσική και την ενδυμασία, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού μας.Η προσπάθεια αυτή εκφράζεται με τις πιο κάτω ενέργειες:Εθνογραφικές έρευνες στην Κύπρο με σκοπό τη συλλογή δεδομένων από χορευτές και μουσικούς ως πρωτογενείς πηγές. Στο πλαίσιο αυτών των ερευνών έγινε συλλογή υλικού μέσω συνεντεύξεων, ηχογραφήσεων και οπτικογραφήσεων.Βιβλιογραφική μελέτη υλικού και παράλληλα δημιουργία βιβλιοθήκης καταχώρισης ερευνητικού υλικού καταγραφών.Διοργάνωση σεμιναρίων για εκμάθηση ελλαδικών χορών, με τη συμμετοχή προσκεκλημένων ειδικών στα αντίστοιχα θέματα (Μικρά Ασία, Κρήτη, Κάρπαθος και λοιπός νησιωτικός χώρος, Θράκη).Δημιουργία ιματιοθήκης παραδοσιακών φορεσιών, προκειμένου να ανταποκρίνεται στα τοπικά και χρονικά πλαίσια στα οποία παραπέμπουν οι χοροί. Με ιδιαίτερη επιμέλεια έχουν ετοιμαστεί ή αγοραστεί περίπου 80 ενδυμασίες από ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο (Θράκη, Ιόνιο, Αιγαίο, Στερεά Ελλάδα, Μικρά Ασία και Κύπρο).Επιδίωξη και επίτευξη συνοδείας των χορών με ζωντανή μουσική, είτε από Κύπριους οργανοπαίχτες και μουσικούς είτε από Ελλαδίτες, που φιλοξενούνται στην Κύπρο από το Εργαστήρι. Tο Εργαστήρι έχει πραγματοποιήσει σημαντικό αριθμό παρουσιάσεων με εκπαιδευτικό και ψυχαγωγικό χαρακτήρα, πάντα στα πλαίσια που ορίζει ένα παραδοσιακό γλέντι.

Εργαστήριο Παραδοσιακού Χορού «ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ»:

Ο βασικός σκοπός και τομέας ανάπτυξης του Εργαστηρίου Παραδοσιακού Χορού «ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ» αποτελεί η έρευνα και η μελέτη, αλλά και η επιμόρφωση γύρω από τους τοπικούς χορούς της Κύπρου και της Ελλάδας. Ιδιαίτερα για τον τοπικό χορό της Κύπρου, η επίτευξη των σκοπών και στόχων του γίνεται μέσα από έρευνα, καταγραφή και επεξεργασία υλικού, στη βάση της ερευνητικής προσέγγισης του από τον ερευνητή Αλέκο Ιακωβίδη, κατά την περίοδο 1978-1993 στην Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου (Γιαλλουρίδης κ.ά. 2009, ΕΘΝΟΓΡΑΦΙΚΑ, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα), αφού τόσο ο πρόεδρος, όσο και αρκετά μέλη του Εργαστηρίου αποτελούν μια μεγάλη ομάδα εκπαιδευτικών-αποφοίτων της ΠΑΚ και του χορευτικού ομίλου της. Το Εργαστήρι, από την αρχή της δημιουργίας του διατηρεί μια πολύ στενή συνεργασία με το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα και την πρόεδρό του Ιωάννα Παπαντωνίου, η οποία, μαζί με τον καθηγητή Αλέκο Ιακωβίδη, αποτελούν σημαντικά πρόσωπα αναφοράς και καθοδηγητές του Εργαστηρίου, ως προς τη μελέτη των τοπικών χορών, της μουσικής και της φορεσιάς της Κύπρου. Παράλληλα, το Εργαστήρι έχοντας ως κύριο μέλημα του την έγκυρη και αξιόπιστη παρουσίαση των αποτελεσμάτων της μελέτης του τοπικού χορού της Κύπρου διατηρεί στενή συνεργασία με ειδικούς επιστήμονες και ερευνητές, χοροδιδασκάλους και λαογράφους στον κυπριακό κα ελλαδικό χώρο. Ως εκ τούτου, η διάχυση των αποτελεσμάτων αποτελεί μια ακόμη σημαντική δράση και επιδίωξη του Εργαστηρίου και επιτυγχάνεται μέσω επιστημονικών συνεδρίων, σεμιναρίων, εκδόσεων πρακτικών λαογραφικών συμποσίων, παρουσιάσεων μέσω παραστατικών μορφών τέχνης

 

Πεδίο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς:

Προφορικές παραδόσεις, παραστατικές τέχνες

 

Έτος εγγραφής:

2017, 2021

 

Γεωγραφική κατανομή:

Παγκύπρια γεωγραφική κατανομή του στοιχείου (αγροτικές και αστικές περιοχές) αλλά και στις κυπριακές παροικίες της διασποράς στην Ευρώπη, Αμερική, Αφρική και Αυστραλία.

Οι κυπριακοί παραδοσιακοί χοροί, στη μορφή που διατηρούνται σήμερα, εξακολουθούν να αποτελούν μέσο καλλιτεχνικής έκφρασης και εξωτερίκευσης της ταυτότητας και των συναισθημάτων των Κυπρίων σε σημαντικές στιγμές της ζωής τους, ιδιωτικής/οικογενειακής και συλλογικής/κοινοτικής. Χορεύονται από άνδρες, γυναίκες και παιδιά, κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, μέλη παραδοσιακών χορευτικών συγκροτημάτων, στο πλαίσιο: α) μουσικών συναυλιών και σχολικών παραστάσεων, β) σημαντικών θρησκευτικών εορτών (π.χ. Πάσχα, Πανήγυρις του Κατακλυσμού), εθνικών επετείων (π.χ. 1η Οκτωβρίου, 25η Μαρτίου) και κρατικών-επίσημων εκδηλώσεων (π.χ. τελετές έναρξης σημαντικών πολιτικών και αθλητικών διοργανώσεων), γ) φεστιβάλ και πολιτιστικών εκδηλώσεων Δήμων και κοινοτήτων (π.χ. Γιορτή του Κρασιού), δ) χοροεσπερίδων και γλεντιών ε) παραδοσιακών γάμων, στ) τηλεοπτικών εκπομπών με θέμα τον λαϊκό και παραδοσιακό πολιτισμό, ζ) επιστημονικών ημερίδων και συναντήσεων, αλλά και η) παραστάσεων ψυχαγωγικού χαρακτήρα σε τουριστικά καταλύματα και τουριστικές επιχειρήσεις εστίασης.

Σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της προσωπικής ιδιοσυγκρασίας στην εκτέλεση των παραδοσιακών χορών απέναντι στην τάση ομογενοποίησης που προκύπτει από τη δημιουργία χορογραφιών το β’ μισό του 20ού αιώνα έχουν οι έμπειροι χορευτές μεγαλύτερης ηλικίας και οι καταξιωμένοι πρωτοχορευτές και χοροδιδάσκαλοι που εξακολουθούν να εκτελούν τους χορούς αυθόρμητα και πρωτότυπα, αυτοσχεδιάζοντας, σε στιγμές του ιδιωτικού/οικογενειακού τους βίου και σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις.

 

Περιγραφή:

Οι κυπριακοί παραδοσιακοί χοροί αποτελούν βασική έκφανση του προφορικού και παραδοσιακού μουσικού πολιτισμού της Κύπρου. Μέσο εξωτερίκευσης και επικοινωνίας της ταυτότητας και των συναισθημάτων των Κυπρίων, τρόπος διασκέδασης και επίδειξης της καλλιτεχνικής ευαισθησίας και ικανότητας του χορευτή, οι κυπριακοί παραδοσιακοί χοροί χορεύονται από άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Συνδέονται με σημαντικές στιγμές της ιδιωτικής/οικογενειακής και συλλογικής/κοινοτικής ζωής των απανταχού Κυπρίων, όπως: θρησκευτικές εορτές, γάμους, γλέντια, κ.ά.

Αναπόσταστο κομμάτι των μουσικοχορευτικών παραδόσεων του ευρύτερου ελληνικού χώρου, το ρεπερτόριο των κυπριακών χορών έχει υιοθετήσει, προσαρμόσει και ενσωματώσει χορευτικά και μουσικά στοιχεία από διάφορες μουσικές παραδόσεις του ευρύτερου Ελληνισμού, όπως των παραλίων της Μικράς Ασίας και της Καππαδοκίας. Το ρεπερτόριο περιλαμβάνει ανδρικούς, γυναικείους, ατομικούς ανδρικούς χορούς δεξιοτεχνίας με κάποιο αντικείμενο ή εργαλείο, κωμικούς χορούς, κ.ά. Ο πιο διαδεδομένος χορός για τους άντρες και τις γυναίκες είναι ο αντικριστός χορός (καρ(τ)σιλαμάς, από την τούρκικη λέξη karşı, που σημαίνει αντίκρυ). Στο πλαίσιο της παραδοσιακής κοινωνίας της Κύπρου, όπως αυτή λειτουργούσε μέχρι και τη δεκαετία του 1970, οι αντικριστοί χοροί χορεύονταν αποκλειστικά από δυο άτομα (μόνο άνδρες ή μόνο γυναίκες). Οι γυναίκες χόρευαν χωριστά από τους άνδρες.

Βασικό χαρακτηριστικό των κυπριακών παραδοσιακών χορών είναι το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού. Διατηρώντας τα κύρια στοιχεία της χορευτικής παράδοσης (κινήσεις, φιγούρες, ‘πατήματα’), ο/η κάθε χορευτής/χορεύτρια προσπαθούσε να επιδείξει τις δικές του/της μουσικοχορευτικές ευαισθησίες και ικανότητες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ύπαρξη μιας διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα σε μουσικούς, χορευτές αλλά και θεατές. Όπως αναφέρει ο Αβέρωφ (1989), «Μερικοί από τους χορευτές απαιτούν από τον εκτελεστή να τους παίξει ‘ταπεινά’ και ‘κοντογύρκα’, που σημαίνει σιγανό ρυθμό και λίγη διάρκεια, λιγότερες στροφές. Αυτοί είναι κυρίως οι σωματώδεις και οι ηλικιωμένοι χορευτές. Οι άλλοι, νέοι λεπτοκαμωμένοι με ζωντάνια, απαιτούν ‘αννοικτά, μάστρε’, και ‘βάστα, μάστρε’, που σημαίνει γοργό ρυθμό, ζωντανό παίξιμο και μεγαλύτερη διάρκεια.»

Μαζί με το τραγούδι, τα όργανα που συνόδευαν τον χορό των Κυπρίων ήταν το βιολί, το λαούτο (τετράχορδο λαϊκό μουσικό όργανο το οποίο παρέχει κυρίως τη ρυθμική και αρμονική συνοδεία), και ενίοτε η ταμπουτσιά (οικιακό σκεύος και κρουστό όργανο που παίζεται με την παλάμη και τα δάκτυλα ή με δύο μικρά ξυλάκια). Συνήθως η ταμπουτσιά παρείχε τη ρυθμική συνοδεία στο χορό όταν δεν υπήρχε λαούτο ή άλλο όργανο. Επιπλέον, οι ικανοί εκτελεστές του πιθκιαυλιού (ποιμενικό πνευστό όργανο) μπορούσαν να εκτελέσουν το ρεπερτόριο των κυπριακών χορών και να συνοδεύσουν τον χορό σε στιγμές χαράς και γλεντιού που γεννιούνταν αυθόρμητα για να αντέξουν στις ατέλειωτες ώρες σκληρής εργασίας στο χωράφι, στη βοσκή, κλπ..

Δυστυχώς, σήμερα, πολλά χορευτικά συγκροτήματα πραγματοποιούν τα μαθήματα, τις πρόβες αλλά και τις παραστάσεις τους συνοδεία ηχογραφημένης μουσικής. Αυτό οφείλεται κυρίως στον μικρό αριθμό οργανοπαικτών, ικανών για να συνοδεύσουν τις δράσεις των συγκροτημάτων αυτών αλλά και στο σημαντικό οικονομικό κόστος που έχει η ζωντανή οργανική συνοδεία του χορού για τα συγκροτήματα αυτά. Αυτό φυσικά επέφερε σημαντικές αλλαγές στον τρόπο εκμάθησης και παρουσίασης των κυπριακών παραδοσιακών χορών.

Η εμπειρική εκμάθηση των χορών και του μουσικού ρεπερτορίου κοντά σε καταξιωμένους και πεπειραμένους χοροδιδασκάλους και οργανοπαίκτες αποτελεί τον κύριο τρόπο για την εκμάθηση των κυπριακών παραδοσιακών χορών. Σήμερα, κύριος φορέας για την εκμάθηση και εκτέλεση των κυπριακών παραδοσιακών χορών είναι οι διάφοροι λαογραφικοί και πολιτιστικοί όμιλοι που έχουν εντάξει στο πρόγραμμα των δραστηριοτήτων τους μαθήματα παραδοσιακού χορού για παιδιά και ενήλικες. Λαμβάνοντας υπόψη τις ελάχιστες ευκαιρίες που έχει σήμερα ένας μαθητευόμενος χορευτής να παρακολουθήσει έμπειρους χορευτές να χορεύουν αυθόρμητα και πρωτότυπα, αυτοσχεδιάζοντας, συνοδεία οργανοπαικτών, σε στιγμές του ιδιωτικού/οικογενειακού τους βίου ή και σε άλλες κοινωνικές περιστάσεις, η συμβολή των ομίλων είναι ιδιαίτερα σημαντική στη δημιουργία ευκαιριών εκτέλεσης και παρακολούθησης της εκτέλεσης παραδοσιακών χορών. Οι ευκαιρίες αυτές αφορούν τη συμμετοχή των ομίλων σε φεστιβάλ στην Κύπρο και το εξωτερικό, σε μουσικές συναυλίες και παραστάσεις, σε κρατικές-επίσημες εκδηλώσεις, σε πολιτιστικές εκδηλώσεις Δήμων και κοινοτήτων, σε χοροεσπερίδες και γλέντια, σε ημερίδες, συνέδρια, σε τηλεοπτικές εκπομπές, κ.ά.. Ως αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων αυτών, οι λαογραφικοί και πολιτιστικοί όμιλοι που διατηρούν χορευτικά συγκροτήματα έχουν αναδειχθεί, από τα τέλη του 20ού αιώνα κυρίως, ως ο κύριος φορέας διατήρησης και μεταβίβασης της μουσικοχορευτικής παράδοσης της Κύπρου. Η εκμάθηση και η εκτέλεση των κυπριακών παραδοσιακών χορών στο πλαίσιο της δράσης λαογραφικών και πολιτιστικών ομίλων και συλλόγων συντελεί στη μελέτη και διατήρηση της μουσικής και οργανικής παράδοσης και ρεπερτορίου της Κύπρου αλλά ακόμη και στη μελέτη και διάσωση των παραδοσιακών τοπικών ενδυμασιών.

Επιπλέον ευκαιρίες για την εκμάθηση των κυπριακών παραδοσιακών χορών έχουν οι μαθητές/μαθήτριες δημοτικών σχολείων, γυμνασίων και λυκείων, στο πλαίσιο του μαθήματος της φυσικής αγωγής αλλά και της παρουσίασης καλλιτεχνικών σχολικών εκδηλώσεων. Στο μάθημα της μουσικής, σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, οι μαθητές/μαθήτριες έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν μέρος του μουσικού ρεπερτορίου των κυπριακών παραδοσιακών χορών. Τη δυνατότητα να μελετήσουν σε μεγαλύτερο βάθος το ρεπερτόριο αλλά και την εκτέλεση των παραδοσιακών μουσικών οργάνων της Κύπρου έχουν οι μαθητές/μαθήτριες των Μουσικών Σχολείων του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού που ξεκίνησαν τη λειτουργία τους το 2006. Η  διδασκαλία παραδοσιακών μουσικών συνόλων και ατομικών και ομαδικών μαθημάτων παραδοσιακών οργάνων στα Μουσικά Σχολεία δύναται να συμβάλει στη δημιουργία μιας νέας γενιάς οργανοπαικτών, ικανή να στηρίξει τις δράσεις των συγκροτημάτων κυπριακών παραδοσιακών χορών. Τέλος, το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, μέσω του θεσμού των Επιμορφωτικών Κέντρων, δίνει την ευκαιρία σε παιδιά και ενήλικες να παρακολουθεί εβδομαδιαία μαθήματα κυπριακών παραδοσιακών χορών.

Στην Κύπρο του 21ου αιώνα, αλλά και στις κυπριακές παροικίες της διασποράς, οι κυπριακοί παραδοσιακοί χοροί εξακολουθούν να αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής και ταυτότητας των Κυπρίων. Προσαρμοσμένοι στα εκάστοτε ήθη, έθιμα και στις εκάστοτε ιδιομορφίες των Κυπρίων, οι παραδοσιακοί χοροί συνεχίζουν να αποτελούν μορφή καλλιτεχνικής και σωματικής έκφρασης, μέσο εξωτερίκευσης και επικοινωνίας συναισθημάτων και αντιλήψεων, τρόπο διασκέδασης καθώς και δραστηριότητα που προάγει το αίσθημα του ανήκειν, την ενσυνείδητη δηλαδή συμμετοχή στην κοινότητα, και τη διαμόρφωση της συλλογικής και ατομικής ταυτότητας των Κυπρίων.

Αναλυτική περιγραφή:

Εισαγωγή

Αναπόσπαστο κομμάτι των μουσικοχορευτικών παραδόσεων του ευρύτερου ελληνικού χώρου, οι κυπριακοί παραδοσιακοί χοροί αποτελούν βασική έκφανση του προφορικού και παραδοσιακού πολιτισμού της Κύπρου. Προσαρμοσμένοι στα εκάστοτε ήθη, έθιμα και στις εκάστοτε ιδιομορφίες των Κυπρίων, οι κυπριακοί παραδοσιακοί χοροί συνεχίζουν να αποτελούν μέχρι σήμερα μορφή καλλιτεχνικής και σωματικής έκφρασης, μέσο εξωτερίκευσης και επικοινωνίας συναισθημάτων και αντιλήψεων, τρόπο διασκέδασης καθώς και δραστηριότητα που προάγει τη διαμόρφωση της συλλογικής και ατομικής ταυτότητας των Κύπριων ανδρών, γυναικών και παιδιών. Συνδέονται με όλες τις σημαντικές στιγμές της ζωής των Κυπρίων, όπως τον γάμο και τις θρησκευτικές γιορτές. Το ρεπερτόριο περιλαμβάνει ανδρικούς, γυναικείους, ατομικούς ανδρικούς χορούς δεξιοτεχνίας, κωμικούς χορούς, κ.ά., με πιο διαδεδομένο χορό για τους άνδρες και τις γυναίκες τον καρ(τ)σιλαμά (αντικριστό).

Περιστάσεις χορευτικής έκφρασης

Μέχρι τη δεκαετία του 1970 και στο πλαίσιο της παραδοσιακής, αγροτικής κυρίως, κοινωνίας οι άνδρες χόρευαν στα ‘τραπέζια’ (γλέντι) του γάμου, στα πανηγύρια, τις γιορτές και σε γλέντια στα καφενεία, στ’ αλώνια, ή όπου αλλού μαζευόταν μια παρέα ανδρών. Οι γυναίκες, λόγω των κοινωνικών συνθηκών της εποχής, χόρευαν κυρίως στους γάμους, οι οποίοι κρατούσαν από τρείς μέχρι πέντε μέρες στα περισσότερα χωριά. Ο χορός στον γάμο είχε κυρίως τελετουργικό χαρακτήρα, συνοδεύοντας τις διάφορες φάσεις του γάμου, από την προετοιμασία, μέχρι την τελετή, την χαιρέτιση και τα ‘τραπέζια’, δηλαδή το γλέντι του γάμου. Έτσι έχουμε τους τελετουργικούς και συμβολικούς χορούς του ρεσιού, των προικιών, του κρεβατιού και του αντροΰνου. Στα ‘τραπέζια’ του γάμου και πέραν από τον χορό του ανδρογύνου καθώς και των συμπεθέρων που ακολουθούσαν, το γλέντι και η διασκέδαση συνεχίζονταν χωρίς αυτήν την αυστηρότητα όσον αφορά το τελετουργικό, αφού ο κόσμος διασκέδαζε τόσο πολύ, φτάνοντας, σύμφωνα με  αναφορές που υπάρχουν, μέχρι το σημείο οι στενοί συγγενείς ή οι κουμπάροι να μασκαρεύονται σε ορισμένες περιπτώσεις.

Την ευκαιρία να χορέψουν στα πανηγύρια είχαν οι άνδρες. Στο πλαίσιο των πανηγυριών γινόντουσαν γλέντια ενώ σε ορισμένα ξακουστά πανηγύρια, όπως αυτό της Παναγίας της Ιαματικής στον Αρακαπά, μαζεύονταν ‘χορευταράδες’, όπως ο πολύ γνωστός Βυρωνής (Βύρωνας Γεωργίου) από το Πραστειό Κελλακίου ή παλαιότερα ο Δαμιανός από τα Λεύκαρα με την παρέα του, και χόρευαν στις καλύφες (πρόχειρα στημένα καφενεία) και ο κόσμος μαζευόταν για να τους παρακολουθήσει και να τους θαυμάσει. Αντίστοιχη σύναξη με αυτή των ξακουσμένων χορευτών στον Αρακαπά γινόταν από ποιητάρηδες στο πανηγύρι της Παναγίας του Κύκκου. Στην Πανήγυρη του Κατακλυσμού στη Λάρνακα γίνονται μέχρι και σήμερα διαγωνισμοί παραδοσιακού χορού, μουσικής (πιθκιάβλι), τραγουδιού (μπάλος) και τσιαττιστών. Είναι ίσως το μοναδικό πανηγύρι που συγκεντρώνει μαζί μέχρι και σήμερα λαϊκούς ποιητάρηδες, χορευτές και μουσικούς.

Οι άνδρες είχαν επίσης ευκαιρίες να χορεύουν και στα καφενεία, όπου συνήθως διασκέδαζαν. Σε διάφορες γιορτές, ιδιαίτερα όταν υπήρχαν οργανοπαίκτες, στήνονταν διασκεδάσεις από τους μερακλήδες. Υπάρχουν αναφορές, ειδικά για το χωριό Καμινάρια, όπου το Πάσχα στήνονταν διασκεδάσεις στα καφενεία και πήγαιναν για να χορέψουν και οι γυναίκες.

Κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα σημαντικές αλλαγές σημειώθηκαν στην Κύπρο όσον αφορά στη διατήρηση και μετάδοση των τοπικών προφορικών παραδόσεων, παραδοσιακών τεχνών και εθιμικών πρακτικών, υπό το πρίσμα διάφορων κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών και τεχνολογικών αλλαγών και εξελίξεων. Η αστικοποίηση και εκβιομηχάνιση, η μετάβαση από μια γεωργική οικονομία σε μια οικονομία που εξαρτάται από την ελαφριά βιομηχανία, τον τουρισμό και τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, οι τεχνολογικές εξελίξεις (π.χ. ραδιόφωνο, τηλεόραση, ηλεκτρικά μουσικά όργανα), η διάδοση –και επικράτηση σε πολλές περιπτώσεις– δυτικών αξιών και προτύπων, η άνοδος του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης και η δημιουργία μιας νέας εύπορης μεσαίας τάξης, η σταδιακή επικράτηση ενός διαφορετικού τρόπου ζωής και διασκέδασης, η χαμηλή οικονομική ανταμοιβή που προσέφερε η συστηματική ενασχόληση με τις παραδοσιακές τέχνες και επαγγέλματα, η απουσία ουσιαστικών ευκαιριών συστηματικής συμμετοχής, παρακολούθησης ή/και εκμάθησης των τοπικών παραδόσεων και πρακτικών, καθώς και η σταδιακή φυσική φθορά των άυλων πολιτιστικών αγαθών είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση του αριθμού των ανθρώπων που συμμετείχαν στη διατήρηση και μετάδοση του παραδοσιακού πολιτισμού. Επιπλέον, η διατάραξη του κοινωνικού και δημογραφικού ιστού του νησιού και οι ψυχολογικές και οικονομικές συνέπειες της τουρκικής εισβολής και της προσφυγοποίησης ενός πολύ μεγάλου τμήματος του πληθυσμού οδήγησαν σε περαιτέρω αλλοίωση των μέχρι τότε καθιερωμένων μορφών, λειτουργιών και πλαισίων των παραδοσιακών πολιτιστικών εκφράσεων, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου και τόπου/χώρου εκτέλεσης των κυπριακών παραδοσιακών χορών (Πολυνείκη, 2011).

Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια του β’ μισού του 20ού αιώνα ξεκίνησαν σταδιακά αλλά σταθερά να μειώνονται οι περιστάσεις στις οποίες οι Κύπριοι είχαν την ευκαιρία να εκφραστούν μέσα από τον κυπριακό παραδοσιακό χορό, είτε χορεύοντας είτε παρακολουθόντας άλλους. Εξαιτίας της σταδιακής μείωσης του πληθυσμού των χωριών και της υιοθέτησης νέων τρόπων διασκέδασης και εορτασμού των σημαντικών στιγμών της ζωής των Κυπρίων, μειώθηκε σημαντικά η πραγματοποίηση παραδοσιακών γάμων, ενώ ο χαρακτήρας των πανηγυριών άλλαξε καθοριστικά. Επιπλέον, το παραδοσιακό βιολί και λαούτο που συνόδευε τους γάμους και τα γλέντια των Κυπρίων αντικαταστάθηκε σιγά-σιγά από το δημοφιλές μπουζούκι, το αρμόνιο, την ηλεκτρική κιθάρα και τα ντράμς, όργανα που μπορούσαν να αποδώσουν καλύτερα τα σύγχρονα ελληνικά λαϊκά και ξένα τραγούδια που ακούγονταν στο ραδιόφωνο. Η σταδιακή αυτή περιθωριοποίηση των παραδοσιακών οργάνων ώθησε πολλούς παραδοσιακούς οργανοπαίκτες να παροτρύνουν τα παιδιά τους να μάθουν τα ‘σύγχρονα’ αυτά όργανα, ώστε να δημιουργούν μαζί ‘οικογενειακές’ λαϊκές ορχήστρες που θα μπορούσαν να παίζουν σε γάμους, πανηγύρια και χοροεσπερίδες. Τα πιο πάνω αναφέρονται ως ενδεικτικά των αλλαγών που επισήρθαν στη λειτουργική μορφή του κυπριακού παραδοσιακού χορού στο β’ μισό του 20ού αιώνα  και στις περιστάσεις όπου οι Κύπριοι είχαν την ευκαιρία να χορεύουν, μέχρι και την δεκαετία του 1970, τους παραδοσιακούς χορούς (γάμοι, πανηγύρια, γιορτές, καφενεία).

Κύρια Χαρακτηριστικά

Σύμφωνα με τον Αλέκο Ιακωβίδη (2004, 1988) αλλά και άλλους ερευνητές των κυπριακών παραδοσιακών χορών, στα ‘πατήματα’ και γενικά στην κίνηση του κορμιού, των χεριών, κλπ., οι κυπριακοί παραδοσιακοί χοροί έχουν κοινά στοιχεία με τους χορούς του ελληνικού νησιωτικού χώρου (Μικρά Ασία, νησιά του Αιγαίου, Ιόνια νησιά). Ως ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά των κυπριακών χορών ο Ιακωβίδης αναφέρει τα επιτόπου σταυρωτά ‘πατήματα’ – κτυπήματα των ποδιών στο έδαφος του δευτέρου και ιδιαίτερα του τρίτου αντικριστού και του συρτού ανδρικού χορού. Χαρακτηριστικό των κυπριακών παραδοσιακών χορών είναι ότι οι άνδρες χόρευαν χωριστά από τις γυναίκες, ως αποτέλεσμα των αυστηρών ηθών της εποχής. Για τον ίδιο λόγο, οι γυναικείοι χοροί χορεύονταν ήρεμα και συνεσταλμένα, με πιο μικρές και συγκρατημένες κινήσεις, σχεδόν επιτόπου πολλές φορές, με ή χωρίς μαντήλι, και με κινήσεις των χεριών που υποδήλωναν κέντημα ή ράψιμο. Ο χορός των γυναικών δεν περιελάμβανε πηδήματα, καθίσματα, κουνήματα του κορμιού, κτυπήματα των ποδιών ή τσάκρισμα (κροτάλισμα) των δακτύλων. Σε αντίθεση, οι ανδρικοί χοροί χορεύονταν πιο έντονα, ζωηρά, με καθίσματα και κτυπήματα των ποδιών, σταυρώματα, και τσάκρισμα των δακτύλων. Ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό των κυπριακών παραδοσιακών χορών ήταν το γεγονός ότι χόρευε μόνο ένα ζευγάρι χορευτών, δύο άντρες ή δύο γυναίκες. Αφού ένα ζευγάρι χόρευε όλη τη σειρά των χορών στην συνέχεια έβγαινε άλλο ζευγάρι, αφού παράγγελναν και πλούμιζαν τους μουσικούς. Οι χοροί εκτελούνταν κατά παραγγελία κάτι που γινόταν σεβαστό από όλους. Από τα πιο βασικά χαρακτηριστικά, τόσο των ανδρικών όσο και των γυναικείων χορών, είναι ο ο αυτοσχεδιασμός και η ελευθερία που έχει ο κάθε χορευτής ‘να κάμει τα δικά του΄, χωρίς όμως να μπορεί να ξεφύγει από τον χαρακτήρα και το ύφος του χορού αλλά ούτε και από την αυστηρή κρίση όσων τον παρακολουθούν. Η ιδιαίτερη σημασία που δίνεται στον αυτοσχεδιασμό στους κυπριακούς χορούς μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι κάθε φορά χόρευαν δυο μόνο χορευτές, με αποτέλεσμα η σύγκριση ανάμεσα στους δύο να είναι αναπόφευκτη και ο κάθε χορευτής να θέλει να ξεχωρίσει με τις δικές του φιγούρες και προσόντα στον χορό. Στους άντρες το στοιχείο του ανταγωνισμού αρκετές φορές είναι πιο έντονο παρά στις γυναίκες.

Καλός χορευτής θεωρείτο εκείνος που χόρευε ‘πάνω στο βελόνι’ ή ‘σε ένα μάρμαρο’ (δηλαδή που μπορούσε να χορέψει σε μικρό, περιορισμένο χώρο), αυτός που ‘χόρευε με το πάτημα του βιολιού’ ή ‘που πατά στον χρόνο’ (δηλαδή αυτός που είχε μουσικότητα και καλή αντίληψη του ρυθμού) και κυρίως, αυτός που μπορούσε να πρωτοτυπήσει, να ‘κάνει τα δικά του’ (Ιακωβίδης, 2004, 1988).

Ρεπερτόριο

Οι πιο βασικοί και χαρακτηριστικοί χοροί της Κύπρου είναι α) οι αντικριστοί (καρ(τ)σιλαμά(δ)ες),  οι οποίοι χορεύονται αποκλειστικά από δυο άτομα (μόνο άνδρες ή μόνο γυναίκες) και β) οι ατομικοί χοροί δεξιοτεχνίας, οι οποίοι χορεύονται από άνδρες, σε συνδυασμό με κάποιο αντικείμενο ή εργαλείο, όπως δρεπάνι, μαχαίρι, τατσιά, ή ποτήρι.

Οι καρ(τ)σιλαμά(δ)ες (αντικριστοί) αποτελούνται από μια σειρά (σουίτα) πέντε χορών, οι οποίοι εκτελούνται αυστηρά με συγκεκριμένη σειρά: πρώτος καρ(τ)σιλαμάς, δεύτερος καρ(τ)σιλαμάς, τρίτος καρ(τ)σιλαμάς, τέταρτος καρ(τ)σιλαμάς, πέμπτος καρ(τ)σιλαμάς ή Μπάλος. Μεταξύ τρίτου και τέταρτου ανδρικού αντικριστού, οι δυο χορευτές, εκτός της επιδειξης των χορευτικών τους προσόντων, τραγουδούν δίστιχα τραγούδια, τσιαττιστά, κυρίως ερωτικά ή για την περίσταση. Εδώ οι χορευτές σταματούσαν να χορεύουν, ενώ στην μουσική απάντηση (‘γύρισμα της μουσικής’) χόρευαν πάλι με απλά βήματα. Λέγεται και τρα(γ)ουδιστός ή της τραουθκιάς. Ο τρίτος γυναικείος αντικριστός είναι και ο χορός του αντρογύνου, τον οποίον οι νεόνυμφοι χόρευαν προς τιμήν των προσκεκλημένων, το τελευταίο βράδυ  του γαμήλιου γλεντιού.

Η σειρά των καρ(τ)σιλαμά(δ)ων συμπληρώνεται από άλλους χορούς, όπως α) συρτούς (π.χ. Άρμα χορός, γνωστός ως Ψιντρή βασιλιτζιά μου, Μαυρομμάτης, Το οργανάκι, συρτός Πολίτικος, συρτός Σκαλιώτικος, Αζιζιές, Κλαμούρης), β) ζεϊμπέκκικα, τα οποία χορεύονταν μόνο από άνδρες (π.χ. Αττάλικο, Κοφτός, Μπεκρής, Αϊβαλιώτικο) και γ) διάφορους άλλους χορούς όπως Μάντρα χορός, σούστα, καροτσέρης, η βράκα (παραλλαγή του Κόνιαλη), πανελλήνιος καλαματιανός, ακόμη και ευρωπαϊκούς χορούς, όπως βαλς, φοξ και ρούμπα. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το 1966 ο Τομπόλης στην έκδοση του ‘Κυπριακοί Ρυθμοί και Μελωδίες’, οι διάφοροι ξένοι χοροί που εισήχθησαν στο τοπικό ρεπερτόριο, όπως ζεϊμπέκκικα, αραπιέδες, και άλλοι, χορεύονταν από πολλά χρόνια στην Κύπρο και δεν έλειπαν από κανένα γάμο, διασκέδαση ή πανηγύρι.

Την σειρά των αντικριστών και των άλλων χορών ακολουθούσαν οι ατομικοί χοροί δεξιοτεχνίας, που χορεύονταν από άνδρες, σε συνδυασμό με κάποιο αντικείμενο ή εργαλείο, όπως δρεπάνι, μαχαίρι, τατσιά ή ποτήρι (καντήλα). Ένα γλέντι συνήθως ολοκληρωνόταν με την εκτέλεση του πανελλήνιου καλαματιανού, με τη συμμετοχή όλων σε κύκλο. Υπήρχαν μικρές διαφοροποιήσεις στην εκτέλεση των καρ(τ)σιλαμά(δ)ων από περιοχή σε περιοχή αλλά και από ένα ζευγάρι χορευτών σε άλλο.

Ανδρικοί χοροί:

Οι άντρες χορεύουν ο ένας απέναντι στον άλλο με τα χέρια ανοικτά στο ύψος των ώμων, κάνουν τις φιγούρες τους και αλλάζουν θέση με τον σύντροφό τους. Τα πατήματα του πρώτου  και του τέταρτου αντικριστού είναι τα ίδια, με χαρακτηριστικό σταύρωμα των ποδιών στον ισχυρό χρόνο. Παρά το ότι επικράτησε το σταύρωμα του αριστερού ποδιού μπροστά, πολλές φορές οι χορευτές σταύρωναν το δεξί πόδι είτε μπροστά είτε το έφερναν πίσω. Τα καθίσματα ήταν άλλοτε βαθειά και κάτω και άλλοτε πιο ψηλά με χτυπήματα των ποδιών με τα χέρια. Στον δεύτερο και τρίτο αντικριστό που χορεύονται συνεχόμενα οι χορευτές έχουν τα ίδια πατήματα με έντονα σταυρωτά βήματα πολλές φορές επιτόπου και χτυπήματα των ποδιών στο έδαφος ή χτυπήματα με τα χέρια. Ακολουθούν τα δίστιχα για να παινέψουν τους χορευτές, τους μουσικούς ή την περίσταση και τα διάφορα ερωτικά δίστιχα που έλεγαν εναλλάξ είτε οι χορευτές είτε οι μουσικοί, ή κάποιος άλλος από την παρέα. Οι άντρες εκτός από τους αντικριστούς χορεύουν συρτό, κρατώντας ο ένας τον άλλον με ένα μαντήλι και σε πατήματα όπως τον δεύτερο και τον τρίτο με σταύρωμα και κτυπήματα των ποδιών. Αφού ολοκληρώνει ο ένας χορευτής ακολουθεί ο άλλος παραγγέλλοντας στους μουσικούς τον συρτό που επιθυμεί να χορέψει, π.χ. συρτό Πολίτικο. Ακολουθούσε ο ζεϊμπέκικος που ήταν καθαρά ατομικός χορός με πιο περίτεχνα πατήματα και περισσότερες φιγούρες. Ο δεύτερος χορευτής μερικές φορές κρατούσε τον ρυθμό κτυπώντας τα χέρια του.

Στους ανδρικούς χορούς συμπεριλαμβάνονται και οι χοροί υψηλής δεξιοτεχνίας οι οποίοι χορεύονται από ένα χορευτή κρατώντας ένα αντικείμενο ή εργαλείο, όπως ο χορός της τατσιάς, στον οποίο ο χορευτής τοποθετεί μέσα στην τατσιά ένα ποτήρι με κρασί και χορεύει κάνοντας περίτεχνες κινήσεις, φιγούρες, χωρίς να χυθεί το περιεχόμενο του ποτηριού. Ο χορός του δρεπανιού που είχε ξεκινήσει από τους θεριστάδες ως παίξιμο του δρεπανιού στο τελευταίο κομμάτι που είχαν να θερίσουν εξελίχθηκε στη συνέχεια σε χορό. Ο χορός του μαχαιριού χορεύεται από δύο χορευτές όπου ο ένας χορευτής στηρίζει τον άλλον κρατώντας ένα μαντήλι για να εκτελέσει περίτεχνες φιγούρες γύρω από τον σύντροφό του. Στον χορό του ποτηριού, της καντήλας, ο χορευτής χορεύει με τοποθετημένο ένα ποτήρι στο κεφάλι του. Η δυσκολία του χορού κορυφώνεται όταν ο χορευτής γέρνει προς τα πίσω κρατώντας την ισορροπία του αλλά και το ποτήρι σταθερό πάνω στο κεφάλι του. Τις τελευταίες δεκαετίες, αποτέλεσμα της προσπάθειας χορευτικών συγκροτημάτων να παρουσιάσουν εντυπωσιακές παραστάσεις στους ξένους επισκέπτες τουριστικών καταλυμάτων και χώρων εστίασης, κυρίως στις παράλιες περιοχές της Κύπρου, οι χορευτές τοποθετούν στο κεφάλι τους μεγάλο αριθμό ποτηρίων, 15-20 πολλές φορές, επιδεικνύοντας την ικανότητά τους να τα ισορροπήσουν. Το ίδιο συμβάνει και με τον χορό της τατσιάς, όπου οι χορευτές τοποθετούν 3 εως 5 ποτήρια. Η σειρά των ανδρικών χορών που χορεύει ένα ζευγάρι κλείνει με την Μάντρα που χορεύεται αντικριστά στα πατήματα του δεύτερου και του τρίτου με σταυρώματα αλλά όχι με έντονες φιγούρες. Σε ειδικές περιπτώσεις έχουμε και την εκτέλεση μερικών σκωπτικών χορών (κωμικοί, εύθυμοι χοροί) σαν παιχνίδι και με καθαρά διασκεδαστική διάθεση, όπως το Πιπέρι και τον Νικολή, που μια παρέα αντρών προσπαθεί να ανάψει φωτιά στην εφημερίδα που είναι στερεωμένη στο πίσω μέρος έναν χορευτή που προσπαθεί να τους αποφύγει.

Γυναικείοι χοροί:

Οι γυναίκες, όπως και οι άνδρες, χορεύουν η μια απέναντι στην άλλη. Υπάρχει και στους γυναικείους χορούς το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού. Λόγω των ηθών της εποχής, οι γυναίκες εκτελούσαν πιο μικρές και συγκρατημένες κινήσεις. Στα ‘πατήματα’ ο πρώτος ταιριάζει με τον τέταρτο αντικριστό και ο δεύτερος αντικριστός με τον τρίτο και τον συρτό. Σε αρκετές περιπτώσεις συναντούμε όμως και τα ‘πατήματα’ του δεύτερου και του τρίτου αντικριστού στον πρώτο και τον τέταρτο. Στον πρώτο οι γυναίκες έχουν τα χέρια κάτω, κοντά στο σώμα, ή σταυρωμένα κάτω μπροστά, και χορεύουν κάνοντας ισορροπητικές κινήσεις έχοντας τα χέρια μπροστά και σπαστά στους αγκώνες, στο ύψος περίπου του ώμου. Στον δεύτερο αντικριστό τα χέρια είτε το ένα είτε και τα δύο είναι τοποθετημένα στην κόξαν, στη μέση δηλαδή της χορεύτριας. Στον τρίτο αντικριστό οι χορεύτριες κρατούν μαντήλι και ο χορός παίρνει την ονομασία Μαντηλούιν. Στους συρτούς, οι χορεύτριες χορεύουν κρατώντας μεταξύ τους ένα μαντήλι και χορεύουν διαδοχικά. Αφού η μια γυναίκα χορέψει αυτοσχεδιάζωντας με τις δικές τις φιγούρες, στη συνέχεια δίνει της θέση της στην άλλη χορεύτρια για να χορέψει. Αρκετές φορές, η γυναίκα που ακολουθούσε μπορούσε να παραγγείλει μιαν άλλη μελωδία συρτού για να χορέψει. Σε ορεινές κυρίως περιοχές συναντούμε τον συρτό να χορεύεται και με περισσότερες χορεύτριες. Οι γυναίκες σε αρκετές περιοχές χόρευαν τον συρτό και ταυτόχρονα, είτε κρατώντας με το μαντήλι είτε ελεύθερα όπως στον καρ(τ)σιλαμά. Η σούστα στα περισσότερα μέρη χορευόταν από τις δύο κοπέλες όπως οι άλλοι καρ(τ)σιλαμά(δ)ες. Στα ‘πατήματα’ ταιριάζει με τον δεύτερο, τρίτο και τον συρτό.

Από τις αρχές του 20ού αιώνα στο ρεπερτόριο των γυναικείων χορών προστέθηκαν και άλλοι ευρωπαϊκοί χοροί, όπως η πόλκα ή ίσια και το ταγκό. Μετά το 1940 εμφανίστηκε το βαλς, το φοξ και η ρούμπα. Όλοι οι ευρωπαϊκοί χοροί προσαρμόστηκαν στα δεδομένα της κυπριακής κοινωνίας και γι’αυτό χορεύονταν μόνο από δύο γυναίκες. Στα επόμενα χρόνια άρχισαν να χορεύουν άντρας με γυναίκα (στην αρχή μόνο αν ήταν ανδρόγυνο ή πολύ στενοί συγγενείς, όπως αδέλφια ή ξαδέλφια). Στο ρεπερτόριο των χορών προστέθηκε και ο πανελλήνιος Καλαματιανός που χορευόταν μόνο από γυναίκες πιασμένες σε κύκλο. Μερικές φορές στους καρ(τ)σιλαμά(δ)ες δεύτερο και τρίτο οι βιολάρηδες τραγουδούσαν δίστιχα, ειδικά όταν χορευόντουσαν από το ζευγάρι στην διαδικασία του γάμου ως χορός του αντρογύνου όπου ήταν και η μοναδική περίσταση που χόρευαν μαζί άντρας με γυναίκα.

Μαζί με το τραγούδι, τα όργανα που συνόδευαν τον χορό των Κυπρίων ήταν το βιολί, το λαούτο (τετράχορδο λαϊκό μουσικό όργανο το οποίο παρέχει κυρίως τη ρυθμική και αρμονική συνοδεία), και ενίοτε η ταμπουτσιά (οικιακό σκεύος και κρουστό όργανο που παίζεται με την παλάμη και τα δάκτυλα ή με δύο μικρά ξυλάκια). Συνήθως η ταμπουτσιά παρείχε τη ρυθμική συνοδεία στο χορό όταν δεν υπήρχε λαούτο ή άλλο όργανο. Επιπλέον, οι ικανοί εκτελεστές του πιθκιαυλιού (ποιμενικό πνευστό όργανο) μπορούσαν να εκτελέσουν το ρεπερτόριο των κυπριακών χορών και να συνοδεύσουν τον χορό σε στιγμές χαράς και γλεντιού που γεννιούνταν αυθόρμητα για να αντέξουν στις ατέλειωτες ώρες σκληρής εργασίας στο χωράφι, στη βοσκή, κλπ.

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

Αβέρωφ, Γ. (1986) Ο κυπριακός γάμος. Εθνογραφική μελέτη. Λευκωσία.

Αβέρωφ, Γ. (1989) Τα δημοτικά τραγούδια και οι λαϊκοί χοροί της Κύπρου. Λευκωσία: Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου.

Αποστολίδης, Χρ. (191) Άσματα και χοροί της Κύπρου. Λεμεσός, χ.ό.

Αρτεμίδης, Κ. (1952) Από τα Κυπριακά δημοτικά τραγούδια, Κυπριακές Σπουδές, 16. Λευκωσία, σελ. 29-36.

Ασσιώτη, Γ. (2004) Κυπριακοί Χοροί. Ανδρικοί και Γυναικείοι (Χορογραφίες & Μουσική). Β’ έκδοση (ά έκδοση 1962). Λευκωσία: χ.ό.

Γεωργίου, Γ. Β. (2007) Βυρωνής ο Αγέραστος Λαϊκός χορευτής. Λευκωσία: χ.ό.

Ιακωβίδης, Αλέκος (2004) Κυπριακοί χοροί, στο Παράδοση και Τέχνη , σελ. 14-19, Αθήνα, Δ.Ο.Λ.Τ., Μάϊος-Ιούνιος 2004. Δημοσιεύτηκε στο ένθετο της κασετίνας δίσκων "Κύπρος - Δημοτική μουσική", Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ιδρυμα, Ναύπλιο, 1988. 

Λανίτης, Μ. (χ.η.) Οι παραδοσιακοί χοροί της Κύπρου. Βιβλιογραφική και λαογραφική ανασκόπηση. http://eknadance.cyprusnet.gr/index.php?section=689

Μιχαηλίδης, Γ. (1946) Ανδρικοί αντικριστοί χοροί (Καρτζιλαμάδες), Κυπριακαί Σπουδαί, 10. Λευκωσία, σελ. 197-207.

Παπαδοπούλου, Μ. (επιμ.) (2003) Θράκη – Αιγαίο – Κύπρος: Λαογραφικές Μουσικοχορευτικές Διαδρομές. Πρακτικά Συνεδρίου (Λεμεσός 7-9 Σεπτεμβρίου 2001). Λεμεσός: Λαογραφικός Όμιλος Λεμεσού.

Παπαδοπούλου, Σ. (1993) Παραδοσιακά Τραγούδια και Χοροί της Κύπρου, Λευκωσία: Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’.

Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα (1999) Κύπρος Δημοτική Μουσική. Ναύπλιο: Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα.

Πρωτοπαπά, Κ. (2003) Χοροί και δρώμενα στον κυπριακό γάμο Στο: Πρακτικά Δ’ Συμποσίου Κυπριακής Λαογραφίας, Λευκωσία: Λαογραφικός Όμιλος Λεμεσού.

Πολυνείκη Αντιγόνη (2011) From wedding dance floors to music classrooms: Narratives of Learning to Play Traditional Music Instruments Amongst Greek Cypriots (1930-2010). Διδακτορική διατριβή. Reading: University of Reading.

Πρωτοπαπά, Κ. & Ζέρβας, Γ. (επιμ.) (2012) Πρακτικά Ε’ Συμποσίου Κυπριακής Λαογραφίας: H γυναίκα στην παραδοσιακή κοινωνία της Κύπρου (Λεμεσός 20-21 Νοεμβρίου 2009). Λευκωσία: Λαογραφικός Όμιλος Λεμεσού.

(1999) Πρακτικά Γ’ Συμποσίου Κυπριακής Λαογραφίας. Ναύπλιο: Λαογραφικός Όμιλος Λεμεσού και Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα.

(2008) Πρακτικά Δ’ Συμποσίου Κυπριακής Λαογραφίας (Λεμεσός 22-23 Νοεμβρίου 2003). Λευκωσία: Λαογραφικός Όμιλος Λεμεσού.

(2012) Πρακτικά Ε’ Συμποσίου Κυπριακής Λαογραφίας “Η γυναίκα στην παραδοσιακή κοινωνία της Κύπρου” (Λεμεσός  20-22 Νοεμβρίου 2009)  Λευκωσία: Λαογραφικός Όμιλος Λεμεσού

Ρουσουνίδης, Α. (επιμ.) (1985) Πρακτικά του Α’ Συμποσίου Κυπριακής Λαογραφίας (Λεμεσός, 20-25 Μαρτίου 1978) Λευκωσία: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών και Λαογραφικός Όμιλος Λεμεσού. 

Τομπόλης, Σ. (1966) Κυπριακοί Ρυθμοί και Μελωδίες. Λευκωσία: Τυπογραφεία ΖΑΒΑΛΛΗ.

Τομπόλης, Σ. (1980) Δημοτικά Τραγούδια και Χοροί της Κύπρου. Λευκωσία: Τυπογραφεία Βιολάρη ΛΤΔ.

Χριστοδούλου, Μ. & Ιωαννίδης, Κ. (1987) Κυπριακά δημώδη άσματα. Λευκωσία, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών.

 

Επικοινωνία:

Κωνσταντίνος Πρωτοπαπάς

Πρόεδρος Λαογραφικού Ομίλου Λεμεσού

Email: theodouloue@yahoo.gr

 

Μιχάλης Λανίτης

Καθηγητής Φυσικής Αγωγής - Χοροδιδάσκαλος

Πολιτιστικός Χορευτικός Όμιλος Λεμεσού «ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Email: m.lanitis.dancer@cytanet.com.cy

 

Παναγιώτης Θεοδώρου

Πολιτιστικό Εργαστήρι Αγίων Ομολογητών

Email: info@politistiko-ergastiri.org

 

Δρ Αντιγόνη Πολυνείκη

Λειτουργός Κυπριακής Εθνικής Επιτροπής για την UNESCO

Email: apolyniki@culture.moec.gov.cy

 


Φωτογραφικό Αρχείο

Photo (EN/GR) (Template) *****
Photo (EN/GR) (Template) *****
Photo (EN/GR) (Template) *****
Photo (EN/GR) (Template) *****
Photo (EN/GR) (Template) *****
Photo (EN/GR) (Template) *****
Photo (EN/GR) (Template) *****
Photo (EN/GR) (Template) *****