Αιτητές:
1) Κοινοτικά Συμβούλια Κουμανταροχωριών (Άγιος Γεώργιος Συλίκου, Άγιος Κωνσταντίνος, Άγιος Μάμας, Άγιος Παύλος, Αψιού, Γεράσα, Δωρός, Ζωοπηγή, Καλό Χωριό, Καπηλειό, Λάνια, Λουβαράς, Μονάγρι και Συλίκου)
2) Αγροτικές Ενώσεις Κύπρου (Ένωση Κυπρίων Αγροτών (ΕΚΑ), Παναγροτική Ένωση Κύπρου (ΠΕΚ), Παναγροτικός Σύνδεσμος Κύπρου, Νέα Αγροτική Κίνηση και Ευρωαγροτικός Σύνδεσμος)
3) Σύνδεσμος Οινοποιείων Κύπρου (ΣΟΚ)
4) Τμήμα Γεωργίας - Υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος
5) Ένωση Πτυχιούχων Οινολόγων (ΕΠΟΚ)
6) Παγκύπριος Σύνδεσμος Οινοχόων
7) Ομιλος Οινοφίλων Κύπρου
8) Ομιλος Οινοφίλων Αμμοχώστου
Ενδιαφερόμενες κοινότητες (σχετικοί φορείς και συνεχιστές του στοιχείου):
Αμπελουργοί και οινοπαραγωγοί στα 14 Κουμανταροχώρια, κάτοικοι και επισκέπτες των Κουμανταροχωριών, αγροτικές ενώσεις, σύνδεσμοι οινοποιείων, οινολόγων και οινόφιλων, Μουσεία (Μουσείο Κουμανδαρίας στη Ζωοπηγή και μουσείο Κουμανδαρίας και λαδιού στη Συλίκου), γεωπόνοι και ειδικοί επιστήμονες στους κλάδους τις αμπελοκαλλιέργειας και οινολογίας, ευρύτερο οινόφιλο κοινό. Οι κύριοι φορείς και συνεχιστές αυτού του στοιχείου είναι οι αμπελουργοί και οινοπαραγωγοί των Κουμανταροχωριών (άνδρες και γυναίκες, νέοι και μεγαλύτεροι σε ηλικία, «ερασιτέχνες» οινοπαραγωγοί που ασχολούνται κυρίως με την οικιακή οινοποίηση για προσωπική κατανάλωση, οινοποιητικοί συνεταιρισμοί και οινοποιεία με σύγχρονες οινοποιητικές εγκαταστάσεις). Για τη παραγωγή της Κουμανδαρίας ασχολούνται κυρίως άνδρες της περιοχής αλλά και οι οικογένειες τους. Σημαντικό ρόλο ως φορείς και προωθητές της Κουμανδαρίας, μέσω των διαφόρων δράσεων που αναπτύσσουν τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, έχουν οι Τοπικές Αρχές και τα οργανωμένοι σύνολα όπως τα Κοινοτικά Συμβούλια των 14 κοινοτήτων των Κουμανταροχωριών, ο Σύνδεσμος Οινοποιείων Κύπρου (ΣΟΚ), η Ένωση Πτυχιούχων Οινολόγων (ΕΠΟΚ), ο Παγκύπριος Σύνδεσμος Οινοχόων, ο Όμιλος Οινοφίλων Κύπρου, ο Όμιλος Οινοφίλων Αμμοχώστου και οι Αγροτικές Ενώσεις. Ως καθ’ ύλην και κατά νόμο αρμόδιο, το Τμήμα Γεωργίας και συγκεκριμένα ο Κλάδος Αμπελουργίας και Οινολογίας, διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο στη διαμόρφωση της αμπελοοινικής πολιτικής του Υπουργείου Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος. Βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με τις Τοπικές Αρχές, τις Οργανώσεις Παραγωγών, τις Αγροτικές Ενώσεις και άλλους φορείς και αναπτύσσει δράσεις σε εθνικό και διεθνές επίπεδο για να ενισχύσει τον τομέα με κάθε δυνατό τρόπο. Μεταξύ των άλλων κατά νόμο αρμοδιοτήτων του, είναι η διασφάλιση και προώθηση των συμφερόντων των Κυπρίων αμπελουργών και οινοποιών εντός των αρμοδίων Ενωσιακών και Διεθνών κέντρων αποφάσεων.
Πεδίο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς:
γνώσεις και πρακτικές για τη φύση και το σύμπαν
παραδοσιακή αμπελοκαλλιέργεια και αμπελοοινικά προϊόντα
παραδοσιακή διατροφή και εθιμικές πρακτικές
κοινωνικές πρακτικές, τελετουργίες και εορταστικές εκδηλώσεις
Έτος εγγραφής:
2021
Γεωγραφική κατανομή:
Η Κουμανδαρία (ή Κουμανταρία), ο ονομαστός γλυκός οίνος της οριοθετημένης γεωγραφικής περιοχής των Κουμανταροχωριών, αποτελεί παραδοσιακό προϊόν προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης. Η φυσική γλυκύτητα και το πολύπλοκο μπουκέτο αρωμάτων της Κουμανδαρίας μπορούν να επιτευχθούν μόνο αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνται, όπως οι οινοποίηση από λιαστά σταφύλια από τις γηγενείς ποικιλίες της Κύπρου «Ξυνιστέρι» και «Ντόπιο Μαύρο», προερχόμενα από άνυδρα αμπέλια των κοινοτήτων της περιοχής των Κουμανταροχωριών: Άγιος Γεώργιος Συλίκου, Άγιος Κωνσταντίνος, Άγιος Μάμας, Άγιος Παύλος, Αψιού, Γεράσα, Δωρός, Ζωοπηγή, Καλό Χωριό, Καπηλειό, Λάνια, Λουβαράς, Μονάγρι και Συλίκου (βλ. σχετικούς χάρτες 1 και 2 του Τμήματος Γεωργίας). Οι εδαφοκλιματολογικές συνθήκες της περιοχής ευνοούν την παραγωγή της Κουμανδαρίας: το υψόμετρο (400 έως 900 μ.) και η κλίση των αμπελοτοπιώνν, η περιορισμένη βροχόπτωση (τα αμπέλια αρκούνται στο νερό της βροχής), η μεγάλη ηλιοφάνεια, το ζεστό και ξηρό καλοκαίρι, ο ήπιος μέχρι ψυχρός χειμώνας και το ασβεστολιθικό και/ή ηφαιστειακό έδαφος προσδίδουν στην Κουμανδαρία ένα μοναδικό και αυθεντικό οργανοληπτικό χαρακτήρα. Πέραν από τα δεκατέσσερα (14) χωριά που έχουν το δικαίωμα παραγωγής της, η Κουμανδαρία καταναλώνεται σε ολόκληρη την Κύπρο αλλά και το εξωτερικό.
Περιγραφή:
Οι γνώσεις και οι πρακτικές για την παραγωγή της Κουμανδαρίας αφορούν μια πολυαίωνη παράδοση, που εμπεριέχει με μοναδικό τρόπο τα χαρακτηριστικά της κυπριακής γης και τις μυρωδιές και τις γεύσεις των Κυπριακών γηγενών ποικιλιών αμπέλου. Πρόκειται για ένα γλυκό οίνο ποτισμένο με θρύλους και ιστορία, ένα οίνο που αντανακλά το ιστορικό terroir της προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης. Ο «γλυκός οίνος της Κύπρου», το «Νάμα», ο «οίνος των βασιλιάδων και των αγίων», ο «πρεσβευτής», ή η «ναυαρχίδα» των Κυπριακών οίνων είναι μόνο μερικά από τα ονόματα που δόθηκαν σε αυτό το παραδοσιακό αμπελοοινικό προϊόν που αντιπροσωπεύει σήμερα η Κουμανδαρία. Πήρε το όνομά της από τη μεσαιωνική λατινική λέξη commendaria, όνομα που δόθηκε στην κεντρική διοίκηση του θρησκευτοστρατιωτικού Τάγματος των Ναϊτών (και στη συνέχεια των Ιωαννιτών), η οποία είχε την έδρα της στο φρούριο στην περιοχή του σημερινού χωριού Κολόσσι της επαρχίας Λεμεσού κατά την εποχή της Φραγκοκρατίας (Ιωνάς 2001, Πέτρου-Ποιητού, 2013).
Η Κουμανδαρία έχει κατοχυρωθεί σε εθνικό και Ενωσιακό επίπεδο ως προστατευόμενη ονομασία προέλευσης (ΠΟΠ). Ως Κυπριακός οίνος ΠΟΠ, ορίζεται, παράγεται και τυγχάνει εμπορίας σύμφωνα με το ισχύον νομικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον αμπελοοινικό τομέα, όσον αφορά τις επιτρεπόμενες οινολογικές πρακτικές και τις γεωγραφικές ενδείξεις, καθώς επίσης σύμφωνα με το αυστηρότερο και λεπτομερές εθνικό νομικό πλαίσιο που ρυθμίζει και ελέγχει την Κουμανδαρία. Σε διεθνές επίπεδο, η Κουμανδαρία προστατεύεται μέσω διμερών συμφωνιών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των τρίτων χωρών όπως π.χ. Αυστραλία, ο Καναδάς, η Χιλή, κ.ά., ενώ πολύ πρόσφατα έχει προωθηθεί αίτηση από την Κύπρο μέσω της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αίτημα για την προστασία της Κουμανδαρίας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Πνευματικής Ιδιοκτησία (WIPO). Προσπάθεια προστασίας της Κουμανδαρίας καταβάλλεται από την Κύπρο και για την περίπτωση της Ινδίας.
Ως παραδοσιακό και μοναδικό γεωργικό προϊόν, η Κουμανδαρία προσφέρει σημαντική μαρτυρία για τους τρόπους που ο/η Κύπριος/α γεωργός προσαρμόστηκε στα εδαφολογικά και κλιματολογικά δεδομένα της περιοχής του/της και για τις καλλιέργειες και τις καλλιεργητικές μεθόδους που ακολούθησε ανά τους αιώνες. Παράγεται εξ’ ολοκλήρου από τις γηγενείς ποικιλίες της Κύπρου «Ξυνιστέρι» και «Ντόπιο Μαύρο» στην ομώνυμη οριοθετημένη γεωγραφική περιοχή των ιστορικών Κουμανταροχωριών: Άγιος Γεώργιος Συλίκου, Άγιος Κωνσταντίνος, Άγιος Μάμας, Άγιος Παύλος, Αψιού, Γεράσα, Δωρός, Ζωοπηγή, Καλό Χωριό, Καπηλειό, Λάνια, Λουβαράς, Μονάγρι, και Συλίκου.
Η περιοχή Κουμανδαρία βρίσκεται βόρεια της πόλης της Λεμεσού και νοτίως της οροσειράς Τροόδους, με αμπελώνες σε υψόμετρο από 400μ μέχρι 900μ. Ανάγλυφο/εδαφολογικά χαρακτηριστικά: Στα δυτικά, ημιορεινό εδαφικό ανάγλυφο, ήπιας φυσικής κλίσης σε υψόμετρα που κυμαίνονται από 400μ μέχρι 700μ., με μέση κλίση από 10° έως 30°, με φτωχά ασβεστολιθικά εδάφη. Στα ανατολικά, η περιοχή αποτελεί προέκταση της οροσειράς του Τροόδους με ηφαιστειογενή και πετρώδη επικλινή εδάφη πέραν των 30ο και υψόμετρο που φθάνει τα 900μ. Το έδαφος διαμορφώνεται σε αναβαθμίδες προκειμένου να είναι εφικτή η εγκατάσταση αμπελώνων. Κλιματολογικά χαρακτηριστικά: Το καλοκαίρι είναι ζεστό και ξηρό ενώ το χειμώνα ήπιο μέχρι ψυχρό στις βόρειες περιοχές με υψόμετρο άνω των 800 μέτρων. Με βάση καταμετρήσεις την περίοδο 1991 – 2005, η μέση ημερήσια θερμοκρασία κυμαίνεται στους 17,7 βαθμούς Κελσίου. Η μέση ημερήσια θερμοκρασία κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού κυμαίνεται μεταξύ 24,3 και 27 βαθμών Κελσίου, ενώ το χειμώνα κυμαίνεται μεταξύ 8,9 και 10,5 βαθμών Κελσίου. Η μέση ημερήσια διάρκεια ηλιοφάνειας ανέρχεται στις 8,4 ώρες την ημέρα. Η μέση ετήσια βροχόπτωση κυμαίνεται στα 650mm. Οι μήνες Δεκέμβριος, Ιανουάριος, Φεβρουάριος και Μάρτιος παρουσιάζουν την πιο ψηλή βροχόπτωση ενώ οι υπόλοιποι μήνες παρουσιάζουν ελάχιστες βροχοπτώσεις.
H Κύπρος έχει απ’ αρχαιοτάτων χρόνων παράδοση στην αμπελουργία και την οινοποιία, όπως τεκμηριώνεται από πλήθος αρχαιολογικών ευρημάτων και μαρτυριών ιστορικών, γεωγράφων, ποιητών, φιλοσόφων και περιηγητών ενώ βοτανολογικά απομεινάρια που βρέθηκαν σε αρχαιολογικούς χώρους στην Κύπρο επιβεβαιώνουν την ύπαρξη αμπελιών στο νησί. «Εύοινον» χαρακτηρίζει την Κύπρο στο έργο του «Γεωγραφικά» ο Έλληνας γεωγράφος, φιλόσοφος και ιστορικός Στράβων (64 π.Χ.-24 μ.Χ.), ενώ ο Ρωμαίος Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (23 μ.Χ. – 79 μ.Χ.), στο έργο του «Φυσική ιστορία», αναφέρει ότι ο κυπριακός οίνος χαίρει μεγάλης εκτίμησης. «Χαίρε και πίει ευ» (Χαίρε και καλή πόση) προτρέπει η επιγραφή πάνω σε κύλικα που η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φώς στην αρχαία πόλη-βασίλειο Μάριο (ίδρ. 7ος αι. π.Χ.), κοντά στη σημερινή Πόλη της Χρυσοχούς. Ο θεός Διόνυσος, ο θεός του κρασιού και του γλεντιού, παρουσιάζεται συχνά σε παραστάσεις ψηφιδωτών δαπέδων και αγγείων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το περίτεχνο ψηφιδωτό δάπεδο του «Οίκου του Διόνυσου» (τέλη 2ου αιώνα μ.Χ.) στην Νέα Πάφο (Κάτω Πάφο), που απεικονίζει τον Θεό Διόνυσο να διδάσκει τον Αθηναίο Ικάριο την αμπελοκαλλιέργεια και την οινοπαραγωγή, ως ανταπόδοση για τη φιλοξενία που του είχε προσφέρει. Πάνω από τα κεφάλια τους βρίσκεται μια επιγραφή που αναγράφει «Οι πρώτοι οίνον πίοντες», δηλαδή οι πρώτοι που ήπιαν οίνο. Όπως και για την περίπτωση άλλων λαών της Ευρασίας (Johnson & Robinson, 2001), κάτι τέτοιο μπορεί να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι η άμπελος και ο οίνος, πέρα από το γεγονός ότι αποτέλεσαν μέσα για την ικανοποίηση στοιχειωδών ανθρώπινων αναγκών όπως η βρώση, η πόση και η σκίαση (Παπαδόπουλος, 2004), περαιτέρω προσέφεραν απόλαυση των αισθήσεων, καθώς και τη χαρά της κοινωνικότητας αφού πίστευαν ότι o οίνος απήλλασσε την ψυχή από το φόβο, τη δουλοπρέπεια, το ψέμα και τους έκανε να αισθάνονται αληθινοί κι ελεύθεροι (Πλούταρχος στα Συμποσιακά Προβλήματα).
Η άμπελος, η οινοφόρος (Vitis vinifera L.), ένα πολυετές φυτό με ετήσιο βλαστικό κύκλο, συγκέντρωσε το ενδιαφέρον των ανθρώπων της Κύπρου-όχι άδικα-εδώ και χιλιάδες χρόνια, από όλα τα φάσματα της κοινωνίας (Βρόντης & Paliwoda, 2008). Η αμπελοκαλλιέργεια και η οινοποιία στην Κύπρο είναι σύστημα παραγωγής με μεγάλη παράδοση και βαθιές ρίζες (Andrew, 2002). Επιβίωσε παρά τις δυσχέρειες δια μέσου των αιώνων (Johnson & Robinson, 2001), ένα επίτευγμα των Κυπρίων αγροτών που φρόντιζαν να διατηρούν ένα αμπελάκι για την οικογένεια ακόμα και όταν η συνθήκες δεν ευνοούσαν την εκτεταμένη μορφή αμπελοκαλλιέργειας και το οινικό εμπόριο (Παπαδόπουλος, 2004). Το 1191, με την κατάληψη της Κύπρου από τον βασιλιά της Αγγλίας Ριχάρδο Α’ τον Λεοντόκαρδο ξεκινά μια σημαντική περίοδος της ιστορίας της Κύπρου. Με το Τάγμα των Ναϊτών, το οποίο είχε τη στρατιωτική διοίκηση του (Commanderie ή Commandaria) στο Κολόσσι, συνδέεται το όνομα και η ιστορία της Κουμανδαρίας. Στο τάγμα ανήκε και η γύρω από το Κολόσσι εύφορη περιοχή που περιλάμβανε μεγάλες εκτάσεις φυτεμένες με σιτάρι, βαμβάκι, ζαχαροκάλαμο και αμπέλια. Σε αυτή την περιοχή παραγόταν και ο γνωστός γλυκός οίνος του νησιού, την παραγωγή του οποίου υιοθέτησαν και τελειοποίησαν οι Ιωαννίτες ιππότες. Δεν υπάρχουν σήμερα πληροφορίες για το ποίες ποικιλίες σταφυλιών χρησιμοποιούντο τότε για την παραγωγή του και σε ποίες αναλογίες. Οι Ιωαννίτες ιππότες, γνώστες του καλού κρασιού και της τεχνικής παραγωγής του, προήγαγαν σε εξαιρετικό βαθμό το εμπόριο της Κουμανδαρίας, η οποία απέκτησε τεράστια φήμη ανά τους αιώνες και είναι πιθανώς το αρχαιότερο όνομα κρασιού που βρίσκεται ακόμα σε χρήση. Είναι ιστορικά σαφές ότι από το 1878 και εντεύθεν, η Κύπρος κατορθώνει να ξεπεράσει την αμπελοοινική στασιμότητα της Οθωμανικής περιόδου. Πρόκειται για ένα τεράστιο επίτευγμα αφού η επιβολή από τους Οθωμανούς σταδιακών απαγορεύσεων στην παραγωγή και κατανάλωση οίνων και άλλων αλκοολούχων σχεδόν εξαφάνισαν την πλούσια παρακαταθήκη της Κουμανδαρίας ως του κατ’ εξοχή οίνου της Κύπρου (Αριστείδου, 1990). Ως εκ τούτου, με τη λήξη της Οθωμανικής περιόδου τίθενται τα πρώτα θεμέλια, όχι μόνο για την επιβίωση, αλλά και για την περαιτέρω ανάπτυξη της Κουμανδαρίας και άλλων αμπελοοινικών προϊόντων και παραγώγων, ενώ ο τόπος αρχίζει να αποκτά μια εμπορική δυναμική που φθάνει μέχρι τις σύγχρονες μέρες αφήνοντας ζωντανά ιστορικά κληροδοτήματα για τις επόμενες γενιές Κυπρίων (Παπαδόπουλος, 2004).
Επομένως, η άμπελος και ο οίνος (η Κουμανδαρία), λόγω του σημαντικού τους ρόλου στη ζωή των Κυπρίων παρουσιάζεται να ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με την Ελληνικότητα της Κύπρου, την ορθοδοξία, την τέχνη και τον πολιτισμό, την καθημερινή ζωή, τη φτώχια και τα βάσανα.
Στα Κουμανταροχώρια σχεδόν κάθε σπίτι ήταν και ένα μικρό οινοποιείο, όπου ο ιδιοκτήτης και ο αμπελουργός διέθεταν όλο τον εξοπλισμό για την παραγωγή, την αποθήκευση, την παλαίωση και τη μεταφορά του κρασιού στους τόπους κατανάλωσης. Ο μικροαμπελουργός ένοιωθε χαρά και περηφάνια όταν μπορούσε να προσκαλέσει ξένους για δείπνο και να τους φιλέψει με τη δική του Κουμανδαρία. Αυτοί οι μικρότερου μεγέθους αμπελουργοί φρόντιζαν να τελειώνουν γρήγορα τον τρύγο στα δικά τους αμπέλια ώστε να εργαστούν και αλλού, και βέβαια ο καθένας βοηθούσε συγγενείς και φίλους (Χατζησάββας, 2003). Στο τέλος της ημέρας τα σταφύλια, σχεδόν πάντοτε υπερώριμα από τον ήλιο ή ακόμη και λιαστά μετά από άπλωμα ημερών στην απλώστρα (Παπαδόπουλος, 2004), συγκεντρώνονταν στα σπίτια ή στους ληνούς όπου ακολουθούσε το παραδοσιακό πάτημα και η οινοποίηση συνήθως σε πιθάρια ή βαρέλια (Ηγουμενίδου, 2002). Εκτός από τους κτιστούς ληνούς που πατούσαν τα σταφύλια με τα πόδια υπήρχαν και συστήματα πίεσης των σταφυλιών με μεγάλους μοχλούς που κινούσαν ογκώδεις λίθους μέσα σε κτιστές υπερυψωμένες δεξαμενές ή αργότερα σε κάθετα πιεστήρια με ξύλινα καλάθια (Ριζοπούλου-Ηγουμενίδου, 1989). Το αποτέλεσμα της παραδοσιακής οινοποίησης και του κουλιάσματος με τη βοήθεια του κοφινιού και της κολόκας ήταν ένας οίνος «δυναμίτης», ψηλής περιεκτικότητας σε αλκοόλη και υπολειμματικό σάκχαρο, με αρκετές αντοχές και ικανό για τις μεγάλες μετακινήσεις, άρα ιδανικό για το εμπόριο-η Κουμανδαρία (Παπαδόπουλος, 2004).
Την εικόνα της εποχής συμπλήρωναν έμποροι, δοκιμαστές, μεταφορείς, πιθαράδες, καλαθοπλέκτες και βαρελάδες, ένας ολόκληρος κόσμος δηλαδή που ασχολούνταν με επαγγέλματα εξαρτημένα από το αμπέλι και τους καρπούς του (Συμβούλιο Αμπελοοινικών Προϊόντων, 2006). Σε όλη την Κύπρο συνήθιζαν τον καιρό του τρύγου να κάνουν πολλά γλυκίσματα από μούστο, άλευρα και ξηρούς καρπούς (Παπαδόπουλος, 2004). Ο τρόπος παρασκευής ήταν απλός αλλά κοπιαστικός και η επιτυχία εξαρτιόταν από την εμπειρία της κάθε νοικοκυράς. Συνήθιζαν την παραγωγή σταφίδας για να προσφέρουν στους καλεσμένους μαζί με καρύδια, αμύγδαλα, φρούτα και ζιβανία. Έπαιρναν σταφύλια-συνήθως «Ντόπιο Μαύρο»-και τα αλέθανε. Ξεχώριζαν τον μούστο από τα τσίπουρα και τον βράζανε μέσα στο χαρτζίν για να φτιάξουν έψιμα (Συμβούλιο Αμπελοοινικών Προϊόντων, 2006). Με παρόμοιο τρόπο έφτιαχναν-συνήθως με «Ξυνιστέρι»-ππαλουζέ, σουτζιούκκο και κκιοφτέρκα, ενώ με το έψιμα και πλυμένο σιτάρι παρασκεύαζαν τον πορτό (Συμβούλιο Αμπελοοινικών Προϊόντων, 2006).
Διαδικασία παραγωγής της Κουμανδαρίας στο παρελθόν:
«Ο γλυκός οίνος της Κουμανδαρίας γινόταν με τον ίδιο τρόπο που γίνεται ένας κοινός γλυκός οίνος, αλλά το σταφύλι προέρχεται από καθυστερημένο τρύγο για να είναι πλήρως ώριμο. Μετά το τρύγημά, τα σταφύλια απλώνονταν για 8 έως 15 ημέρες στον ήλιο (ανάλογα της ηλιοφάνειας και των θερμοκρασιών) για να αφυδατωθούν και, στη συνέχεια, οι οινοποιοί τα σύνθλιβαν στον λινό, πιεστήρι, για να παραχθεί ο μούστος. Ο μούστος μεταγγιζόταν σε πιθάρι και αφηνόταν για να γίνει η ζύμωση. Μετά την έκθεσή του πάνω στις στέγες των σπιτιών και τη μερική αφυδάτωσή του δεν περνά από την πατήστρα αλλά πρεσάρεται στον ληνό. Μετά τον τρύγο και τη μεταφορά τους στο σπίτι, τα σταφύλια έμπαιναν για δύο βδομάδες στα δώματα των σπιτιών για υποβολή τους σε εξάτμιση του εμπεριεχόμενου μέσα στις ρώγες τους νερού, ώστε αυτά να γλυκάνουν και να ζαχαρώσουν. Αν η ποσότητα των σταφυλιών ήταν πολύ μεγάλη τότε μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και τα αλώνια για το άπλωμα στον ήλιο. Επειδή τα δώματα ήταν από χώμα, μάζευαν φύλλα του αμπελιού και έκανα με αυτά ένα στρώμα πάνω στο οποίο θ’ απλώνονταν τα σταφύλια χωρίς να λερωθούν. Απλώνονταν σ’ ένα στρώμα ύψους ενός ποδιού περίπου.
Για την εξαγωγή του μούστου με τον οποίο θα γινόταν η Κουμανδαρία, χρησιμοποιούνταν κατεξοχήν οι ληνοί για σχεδόν πλήρη αποστράγγιση των σταφυλιών κατά το σφίξιμο. Η σύνθλιψη των σταφυλιών δεν μπορούσε να γίνει με τα πόδια στην πατήστρα, διότι οι ρώγες των σταφυλιών μετά τη μερική αφυδάτωσή τους γίνονταν ελαστικές και γλιστρούσαν κατά το πάτημα. Οι μεγάλοι δοκοί κάτω από την πίεση των οποίων θα γινόταν η σύνθλιψη ονομάζονταν μουκλοί και αυτό έγινε αφορμή να δοθεί αυτό το όνομα σε ολόκληρο το σύστημα, συμπεριλαμβανομένου και του υποστατικού, μέσα στο οποίο οργανωνόταν. Τα στρωμένα για οχτώ μέρες πάνω στα δώματα σταφύλια, που ονομάζονταν κοινώς τα σταφύλια της δρασσιάς και μεταφέρονταν με σκαφίδια στους λουρούς, δηλαδή τις συνήθως δύο στον αριθμό οπές που υπήρχαν στη στέγη του υποστατικού του ληνού. Οι τρύπες αυτές ήταν εφοδιασμένες με το λαιμό και μέρος του στήθους σταμνιού σε ανάποδη θέση, ούτως ώστε να παίζουν τον ρόλο χωνιού. Τα σταφύλια διοχετεύονταν, μέσω των λούρων, μέσα σε δεξαμενή, το τζυάθιν, που βρισκόταν στα δάπεδο του εσωτερικού χώρου του υποστατικού. Μετά την τοποθέτηση των αραιών τράβων (σανίδων), των μερκακών και των μούσκων πάνω από τα σταφύλια ξεβιδωνόταν το αδράχτι για να κατέβει ο μουκλός και να τα συνθλίψει.
Ο μούστος από τα πρεσαρισμένα σταφύλια μεταγγίζονταν, στη συνέχεια με τη βοήθεια μαστραπάδων (μεγάλων κυπέλλων), στα μεγάλα πισσωμένα πιθάρια που βρίσκονταν μέσα στο ίδιο υποστατικό του ληνού. Σε κατοπινό στάδιο, ο ιδιοκτήτης ξαναμετάγγιζε τον μούστο και τον μετέφερε σε δικά του υποστατικά. Η διαδικασία της ζύμωσης και των διαδοχικών μεταγγίσεων της Κουμανδαρίας ήταν η ίδια με εκείνη που ακολουθείτο και για το κοινό οίνο. Υπήρχε όμως διαφορά σε ό,τι αφορά τα γράδα του μούστου. Για να γίνει η Κουμανδαρία έπρεπε ο μούστος να έχει 15-17 γράδα αλκοόλ, ενώ για τα κρασιά χρειάζονταν μόνο 13-14 γράδα. Μερικοί παραγωγοί σφράγιζαν πιθάρια και παλαίωναν οίνο για χρόνια, ούτως ώστε ο οίνος και κυρίως η Κουμανδαρία τους να πάρουν την πραγματική τους χάρη. Λέγεται ότι ένα από τα καλύτερα κρασιά στον κόσμο είναι η Κουμανδαρία των εκατόν χρονών. Κάποτε για να είναι σε θέση να πετύχουν κάτι τέτοιο οι παραγωγοί Κουμανδαρίας, δεν άδειαζαν τα πιθάρια πριν από την κάθε νέα παραγωγή, αλλά πρόσθεταν μέσα μούστο για να συμπληρωθεί η ποσότητα που καταναλώθηκε, για δεκαετίες. Το υλικό της παλιάς Κουμανδαρίας που βρισκόταν στον πάτο για χρόνια, η μάνα, έδινε τη μυρωδιά, τη γεύση, το χρώμα και προπάντων τη σύσταση της ονομαστής παλιάς Κουμανδαρίας» (Ιωνάς, 2001).
Διαδικασία παραγωγής της κουμανδαρίας σήμερα:
H μεγάλη παράδοση και η τεχνογνωσία που ανέπτυξε ο τόπος στην παραγωγή της Κουμανδαρίας οδήγησε τους σημερινούς οινοποιούς του τόπου στη δημιουργία ενός νέου τύπου, μιας νέας φυσικότερης εκδοχής Κουμανδαρίας. Αυτός ο νέος τύπος Κουμανδαρίας νομικά ονομάζεται «Οίνος από Λιαστά Σταφύλια». Τα διεθνή μετάλλια και διακρίσεις που αποκομίζει συνεχώς αυτό το μεγάλο εθνικό προϊόν του τόπου, καταδεικνύουν ότι η Κύπρος διαθέτει μια τεράστια δυναμική στην παραγωγή γλυκών οίνων ποιότητας. Για τους λόγους αυτούς, η Κουμανδαρία έχει χαρακτηρισθεί ως ο μεγαλύτερος οινικός πρεσβευτής της Κύπρου.
Η Κουμανδαρία έχει κατοχυρωθεί σε εθνικό και Ενωσιακό επίπεδο ως προστατευόμενη ονομασία προέλευσης (ΠΟΠ). Ως Κυπριακός οίνος ΠΟΠ, ορίζεται, παράγεται και τυγχάνει εμπορίας σύμφωνα με το ισχύον νομικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον αμπελοοινικό τομέα, όσον αφορά τις επιτρεπόμενες οινολογικές πρακτικές και τις γεωγραφικές ενδείξεις, καθώς επίσης σύμφωνα με το αυστηρότερο και λεπτομερές εθνικό νομικό πλαίσιο που ρυθμίζει και ελέγχει την Κουμανδαρία. Σε διεθνές επίπεδο η Κουμανδαρία προστατεύεται μέσω διμερών συμφωνιών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των τρίτων χωρών όπως π.χ. Αυστραλία, ο Καναδάς, η Χιλή, κ.ά.
Η Κουμανδαρία είναι παιδί του ήλιου και της γης. Όλη η δυνητική ποιότητα της Κουμανδαρίας προσδίδεται πάνω στην παραδοσιακή απλώστρα στο έδαφος όπου επιτελείται το λιάσιμο των σταφυλιών. Εκεί γίνεται μια πρωτοφανής συγκέντρωση συστατικών από την απευθείας έκθεση των σταφυλιών στον ήλιο και την αφυδάτωση του νερού που εμπεριέχεται σε αυτά, ενώ παράλληλα, διενεργούνται σειρά χημικών ή ενζυματικών οξειδώσεων που συμβάλλουν στη διαμόρφωση του ειδικού οργανοληπτικού χαρακτήρα της Κουμανδαρίας. To λιάσιμο των σταφυλιών έχει κεφαλαιώδη σημασία για την μετέπειτα ποιοτική εξέλιξη της Κουμανδαρίας. Ιδιαίτερα φροντίδα θα πρέπει να δίνεται στην επιλογή της τοποθεσίας όπου θα εγκατασταθεί η απλώστρα από κατάλληλο δίκτυ. Θα πρέπει να αποφεύγονται σημεία κοντά σε κλίσεις όπου απορρέει νερό της βροχής ενώ το έδαφος που επιλέγεται θα πρέπει να είναι αμμώδες ώστε σε περίπτωση βροχών να μπορεί να στραγγίζει με ευκολία. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει επίσης να δίνεται στο πάχος της στοιβάδας των σταφυλιών ώστε να επιτρέπεται ο αερισμός, να αποφεύγεται η ανάπτυξη ανεπιθύμητων μούχλων και η δημιουργία ουσιών όπως η οχρατοξίνη-Α και άλλων τοξινών από την ανάπτυξη Ασπέργιλου. Τα σταφύλια θα πρέπει να τοποθετούνται με προσοχή πάνω στην απλώστρα ώστε να αποφεύγεται το πρόωρο σπάσιμο τους γεγονός που προκαλεί περαιτέρω μικροβιολογικές επιμολύνσεις με αρνητικό αντίκτυπο στην οργανοληπτική ποιότητα του τελικού προϊόντος.
Το δρύινο βαρέλι διαδραματίζει επίσης κεφαλαιώδη ρόλο στη δημιουργία του οργανοληπτικού χαρακτήρα της Κουμανδαρίας. Μαζί με το πρέπον λιάσιμο, η ορθή επιλογή και συντήρηση του δρύινου βαρελιού για την ωρίμανση του γλυκού οίνου βάσης είναι οι σημαντικότερες Οινολογικές Πρακτικές στην τεχνολογία παραγωγής ποιοτικής Κουμανδαρίας ιδιαίτερα εάν αναλογιστεί κανείς ότι δια νόμου προνοείται ένα χρονικό όριο ωρίμανσης τουλάχιστον δύο ετών. Μέσα από τις πειραματικές δραστηριότητες που επιτελούνται στο Πρότυπο Οινοποιείο του Τμήματος Γεωργίας διαφαίνεται ότι η χρήση καινούργιου δρύινου βαρελιού, σε χαμηλές θερμοκρασίες ωρίμανσης της τάξης των 14ºC κα/ή η χρήση βαρελιού από ξύλο ακακίας, πέρα από τον δρυ, μπορούν να εκλεπτύνουν περαιτέρω τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά της Κουμανδαρίας δίνοντας ένα περισσότερο μοντέρνο καινοτόμο ύφος στο προϊόν. Ήδη αρκετά οινοποιεία έχουν εισχωρήσει στην αγορά με τον νέο τύπο φυσικότερης Κουμανδαρίας-τον Οίνο από Λιαστά Σταφύλια. Εκτός από το μοναδικό περιεχόμενο, η συσκευασία του προϊόντος φανερώνει τον νέο αέρα ποιότητας που φυσά προς την κατεύθυνση της αναγέννησης της ποιότητας και του ονόματος της Κουμανδαρίας.
Παραδοσιακά η Κουμανδαρία παραγόταν και παράγεται μέχρι σήμερα ως Οίνος Λικέρ. Η ονομασία αυτή είναι καθαρά νομική και δεικνύει ότι το προϊόν μπορεί να ενδυναμώνεται με εξωγενή αλκοόλη αμπελοοινικής προέλευσης μετά το πέρας της αλκοολικής ζύμωσης. Ουσιαστικά η Οινολογική Πρακτική αυτή έχει τις καταβολές της στην Βρετανική Διοίκηση της Κύπρου αφού η Κουμανδαρία εξαγόταν κατά κόρο στην Βρετανική αγορά όπου λόγω των πολυήμερων θαλασσίων ταξιδιών για την εξαγωγή του προϊόντος προς εκεί, θα έπρεπε να διασφαλιζόταν η μικροβιολογική σταθερότητα και συντήρηση της. Έτσι τεκμηριώθηκε η χρήση της αλκοόλης ουσιαστικά για λόγους συντήρησης. Το ζήτημα όμως αυτό είχε δύο επιπτώσεις. Από τη μία η προσθήκη εξωγενούς αλκοόλης δημιουργούσε την εντύπωση ότι ο φυσικός και αυθεντικός χαρακτήρας του προϊόντος αλλοιωνόταν, ιδιαίτερα στην περίπτωση κατά την οποία το οργανοληπτικό πάντρεμα της Κουμανδαρίας με την αλκοόλη αυτή δεν ήταν πετυχημένο. Υπήρχε δηλαδή μια σαφής οργανοληπτική ασυνοχή εις βάρος της ποιότητας του προϊόντος. Από την άλλη, η προσθήκη εξωγενούς αλκοόλης επίσυρε φορολογικές διατυπώσεις και βάρη τα οποία καθιστούσαν το προϊόν ακριβότερο ενώ παράλληλα εμπόδιζε τους πραγματικούς Κουμανδαροπαραγωγούς να πάρουν την τύχη στα χέρια τους, εμποδίζοντας τους από το να παράγουν οι ίδιοι το προϊόν και να το προωθούν στις αγορές. Το Τμήμα Γεωργίας αφουγκράστηκε την ανάγκη αυτή όπως ήταν διαμορφωμένη και καθοδήγησε τους παραγωγούς της Κουμανδαρίας προς την παραγωγή ενός νέου τύπου, αυθεντικότερου και φυσικότερου χωρίς δηλαδή την προσθήκη εξωγενούς αλκοόλης. Έτσι από το έτος 2008, η αρχή έγινε με την Κουμανδαρία «Ανέσπερη-Οίνος από Λιαστά Σταφύλια» παραγωγής του συμπλέγματος κοινοτήτων Ζωοπηγής, Καλού Χωριού και Αγίου Κωνσταντίνου και ανοίγοντας ουσιαστικά και πρακτικά το δρόμο για τη διαφοροποίηση του εθνικού προϊόντος του τόπου.
Σήμερα, στον τομέα της παραγωγής της Κουμανδαρίας δραστηριοποιούνται εκατοντάδες άτομα, άνδρες και γυναίκες, νέοι και μεγαλύτεροι σε ηλικία (αμπελουργοί, οινοπαραγωγοί, γεωπόνοι, οινολόγοι και άλλοι ειδικοί επιστήμονες και οινόφιλοι). Η παραγωγή από τις πρώτες πρωτόγονες μεθόδους έφτασε στη σημερινή λειτουργία σύγχρονων οινοποιείων, τα οποία λειτουργούν με βάση την εξέλιξη της τεχνολογίας και παράγουν προϊόντα ποιοτικά ανώτερα και ευθυγραμμισμένα με τις σύγχρονες προδιαγραφές. Η μακραίωνη παράδοση της Κύπρου στην αμπελοκαλλιέργεια και την οινοπαραγωγή και η επιτυχής προσαρμογή τους στη σύγχρονη εποχή έχουν προωθήσει σημαντικά την ανανέωση των γενεών στον αμπελοοινικό τομέα, τη συνέχιση της γεωργικής δραστηριότητας αλλά και τη διάσωση πολυαίωνων γνώσεων, πρακτικών και εθίμων.
Συνδεδεμένη με μακραίωνες οινοποιητικές πρακτικές, την κυπριακή παραδοσιακή διατροφή, τα έθιμα στον κύκλο του χρόνου και της ζωής, τα έθιμα της φιλοξενίας, και τη θρησκευτική παράδοση, η Κουμανδαρία αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί ζωντανό στοιχείο της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της Κύπρου.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
- Andrew, A. (2002) Globalization of the wine industry. Wine Business Monthly, 9(4).
- Αριστείδου, Γ.Α. (1990) Οίνος Κύπρου. Intercollege Press, Λευκωσία.
- Βρόντης, Δ. & Paliwoda, S.J. (2008) Branding and the Cyprus wine industry. Journal of Brand Management, 16(3), pp.145-159.
- Βρόντης, Δ. & Θράσου, Α. (2011) The renaissance of Commandaria: a strategic branding prescriptive analysis. Journal of Global Business Advancement, 4(4), pp.302-316.
- Βρόντης, Δ. & Παπασωλομού, Ι. (2007) Brand and product building: the case of the Cyprus wine industry. Journal of Product and Brand Management, 16(3), pp.159-167.
- Γεωργιάδης, Γ. (2016) Στρατηγική μελέτη για το μέλλον του αμπελοοινικού τομέα. Υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, Λευκωσία.
- Γεωργίου, Θ. (2018) Ένα θεωρητικό πλαίσιο για την αποτελεσματική διαδοχή στα οικογενειακά οινοποιεία. University of Gloucestershire, Ηνωμένο Βασίλειο.
- Γεωργίου, Θ. (Μάϊος-Αύγουστος 2018) Η μοναδικότητα του κυπριακού αμπελώνα και της Κουμανδαρίας από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα. Αγρότης, 474, σ.49-50.
- Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών (2001) Σχετικά με την Κύπρο.
- Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών (2008) Η Κύπρος με μια ματιά.
- Δημοσθένους, Α. Α. (2002) Η Βυζαντινή Κύπρος (965-1191), Βυζάντιο/ Ιστορία, Εκδόσεις Ηρόδοτος, σ.74-76.
- Constantinou, Y. (2009) The Cyprus Wine Guide.
- Galet, P. (1993) The vines of Cyprus. In: Vines and Wines of Cyprus-4.000 Years of Tradition, Vine Products Commission, pp.61-71.
- Ευρωπαϊκή Επιτροπή, (2015) Wine market situation. 127th Committee for the Common Organization of Agricultural Markets. Personal archives of delegation.
- Ζαμπάρτας, Χρ. (2011) Ο αμπελοοινικός τομέας της Κύπρου: τα υφιστάμενα προβλήματα και οι προοπτικές που διανοίγονται για το μέλλον. Τεχνική Ημερίδα Τμήματος Γεωργίας, Λεμεσός.
- Ιωνάς Ι. (2001) Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία.
- Johnson, H. & Robinson, J. (2001) The world atlas of wine. Mitchell Beazley, London.
- Κουνδουράς, Σ. (2013) Η αμπελουργία της Κύπρου στη σύγχρονη εποχή: προβλήματα, δυνατότητες και προοπτικές. 25ο Συνέδριο Ελληνικής Εταιρείας Επιστήμης Οπωροκηπευτικών. 95-99
- Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.
- Κωνσταντίνου, Α. (2016) Ρηγάδες, ιππότες, ραγιάδες…κρασί. Παραδόσεις, ιστορία, πολιτισμός, οινοποιία, σε ένα οδοιπορικό 800 χρόνων. Κέδρος.
- Μαυροκορδάτος Γ. Ι. (2003) Δίκωμο: Το χθες και το σήμερα, Λευκωσία.
- Μητροπολίτης Πάφου Γεώργιος (2016) Η Κουμανταρία στη θρησκευτική παράδοση της Κύπρου. Διάλεξη στον Χώρο της Παλιάς Ηλεκτρικής Πάφου στις 14.09.2016.
- Mallinson, W. (2008) Cyprus: a historical overview.
- Ξιούτας Π. (1978) Κυπριακή λαογραφία των ζώων, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XXXVIII, Λευκωσία.
- Παπαδόπουλος, Κ. (2004) Κουμανταρία, το κρασί θρύλος. Λευκωσία.
- Παυλίδης, Α. (Επιμ.) (1984) Κουμανδαρία στο: Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 7 σελ. 271
- Παυλίδης, Α. (1993) Η Κύπρος ανά τους αιώνες: Μέσα από τα κείμενα ξένων επισκεπτών της, Τόμος Α’, Φιλόκυπρος, Λευκωσία.
- Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
- Πλούταρχος στα Συμποσιακά Προβλήματα.
- Πρωτοπαπά, Κ. (2005) Έθιμα του γάμου στην παραδοσιακή κοινωνία της Κύπρου. τομ. Α΄ + Β΄. Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών: Λευκωσία.
- Πρωτοπαπά, Κ. (2009) Έθιμα της γέννησης στην παραδοσιακή κοινωνία της Κύπρου, έκδοση του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, Λευκωσία.
- Πρωτοπαπά, Κ. (2012) Τα έθιμα του θανάτου στην παραδοσιακή κοινωνία της Κύπρου, έκδοση του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, Λευκωσία 2012.
- Ριζοπούλου-Ηγουμενίδου, E. (1989) Η αμπελοκαλλιέργεια και οι παραδοσιακοί ληνοί της Κύπρου. Τεχνολογία και Έρευνα, 3, 20.
- Ριζοπούλου-Ηγουμενίδου, E. (1998) Οινική κουλτούρα στην Κύπρο-4.000 χρόνια παράδοσης. Πανεπιστήμιο Κύπρου.
- Rizopoulou-Egoumenidou, E. (2002) From the grape to the vat: traditional buildings and the installations for the production and storage of wines in Cyprus (18th-19th century). Douro-Estudos, VII(13), 135-142.
- Rizopoulou-Egoumenidou, E. (2008) Μάνα Γη. Γεωργικά έθιμα στην Κύπρο σχετικά με το σιτάρι, την ελιά και το αμπέλι (Mother Earth. Agricultural customs in Cyprus concerning wheat, olive and vine), in E. Dafni (ed.), Proceedings of the Scientific Meeting “Earth – Womb of Life and Creation”, Athens, 19-21 March 2004 (Museum of Greek Folk Art, Friends of the Museum of Greek Folk Art, Athens 2008), 49-62.
- Συμβούλιο Αμπελοοινικών Προϊόντων (2006) Άμπελος και Οίνος. Πρόγραμμα Θράκη-Αγαίο-Κύπρος.
- Surridge, B.J. A (1930) Rural Survey of Cyprus (Επισκόπησις της εν Κύπρω αγροτικής ζωής), Λευκωσία.
- Χατζησάββας, Σ. (2003) Το κυπριακό κρασί στην αρχαιότητα. Το Βιβλίο του Κυπριακού Κρασιού.
- Χατζιωνάς, Σ. (1971) Το φαγητό στην Άλωνα, Λαογραφική Κύπρος, Α(1), 118-121.
- Ψαράς, Π. (1993) Κουμανδαρία-Ο Απόστολος των Κρασιών. Στο: Συμβούλιο Αμπελουργικών Προϊόντων-4.000 χρόνια παράδοσης, σ.91-105.
Επικοινωνία:
Ολβία Χατζηπαύλου
Εκπρόσωπος Συνδέσμου Οινοποιείων Κύπρου / Διευθύντρια οινοποιείου «Όλυμπος»
Email: exports@etkowines.com
Διεύθυνση: 31 Tσιφλικουδιών, 3045 Λεμεσός
Δρ Αντιγόνη Πολυνείκη
Λειτουργός Κυπριακής Εθνικής Επιτροπής UNESCO
Τηλ: 22809809
Email: apolyniki@culture.moec.gov.cy