Την εγγραφή της «Ψαλτικής Τέχνης (Βυζαντινής μουσικής)» στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άϋλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας ενέκρινε μετ’ επαίνων η Διακυβερνητική Επιτροπή της Σύμβασης της UNESCO για τη Διαφύλαξη της Άϋλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς στην 14η ετήσια συνεδρία της, που πραγματοποιείται στην Μπογκοτά της Κολομβίας από τις 9 έως τις 14 Δεκεμβρίου 2019.
Ο φάκελος υποψηφιότητας, που συνέταξαν από κοινού Κύπρος και Ελλάδα με τη στήριξη της Κυπριακής Εθνικής Επιτροπής UNESCO και της Διεύθυνσης Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού της Ελλάδας, τεκμηριώνει την αξία της «Ψαλτικής Τέχνης» ως το κύριο μέσον επικοινωνίας της θρησκευτικής λατρείας των ανά την υφήλιο Ορθόδοξων χριστιανών και σπουδαίο είδος φωνητικής μουσικής τέχνης. Στόχος της εγγραφής είναι η ανάδειξη της σημασίας μελέτης και διάσωσης της ψαλτικής προς όφελος των νεότερων γενεών, αλλά και η ευαισθητοποίηση όλων των αρμοδίων και εμπλεκομένων φορέων για την πραγματοποίηση δράσεων προβολής και διάδοσης. Η σημασία της πρωτοβουλίας αυτής έγκειται επίσης στη συνειδητοποίηση και συνέργεια των σχετικών φορέων για τη διαφύλαξη και καταγραφή με όλα τα σύγχρονα μέσα (π.χ. οπτικογράφηση, καταλογογράφηση, ψηφιοποίηση) των διαφορετικών παραδόσεων της ψαλτικής τέχνης, αλλά και των υλικών καταλοίπων, στα οποία έχει αποτυπωθεί (μουσικά χειρόγραφα, τέχνη), με σκοπό τη διάσωση, διδασκαλία και διάδοση μίας κοινής πολιτισμικής παράδοσης, που ανάγει τις ρίζες της στην αρχαία ελληνική μουσική και διαπέρασε τις χιλιετηρίδες ως μουσική παράδοση εκατομμυρίων ανθρώπων.
Σε ανακοίνωσή της η Πρόεδρος της Κυπριακής Εθνικής Επιτροπής UNESCO κα Λουκία Λοΐζου Χατζηγαβριήλ χαιρετίζει την πολύ σημαντική για την Κύπρο αλλά και τους απανταχού ελληνόφωνους και ορθόδοξους χριστιανούς απόφαση της UNESCO να συμπεριλάβει την ψαλτική τέχνη στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο. «Με ζωή 2000 και πλέον χρόνων, αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα ζωντανά στοιχεία του βυζαντινού πολιτισμού που συνεχίζουν να διατηρούνται και να διαδίδονται μέχρι σήμερα.»
«Πρόκειται για σημαντική προσθήκη στον Κατάλογο Άϋλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς», σημειώνει ο Διευθυντής των Πολιτιστικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας, κ. Παύλος Παρασκευάς, «αφού η ψαλτική τέχνη, και γενικότερα η βυζαντινή μουσική, συνεισέφερε ουσιαστικά στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής μουσικής και στην καλλιέργεια της μουσικής στην καθημερινότητα των ανθρώπων διαμέσου των αιώνων».
«Ευελπιστούμε» αναφέρει η μουσικολόγος και Λειτουργός της Κυπριακής Εθνικής Επιτροπής UNESCO Δρ Αντιγόνη Πολυνείκη, «ότι η παγκόσμια αναγνώριση της ψαλτικής τέχνης και της βυζαντινής μουσικής ως μοναδικής αξίας προφορικής παράδοσης και μουσικού συστήματος, θα ενισχύσει τις προσπάθειες που καταβάλλονται για τη διαφύλαξη και μεταβίβαση της στις νεότερες γενιές».
«Εκφράζουμε την αμέριστη ικανοποίησή μας που η πρόταση του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ και της Κυπριακής Επιτροπής Βυζαντινών Σπουδών να συμπεριληφθεί η Ψαλτική Τέχνη στον Εθνικό Κατάλογο της Άϋλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Κύπρου άνοιξε τον δρόμο σε μια παγκόσμια αναγνώριση της βυζαντινής μουσικής παράδοση. Αυτό έγινε κατορθωτό χάρη στη συνεργασία ανάμεσα στους Φορείς μας για καταγραφή όλων των δράσεων που γίνονται σε εκκλησιαστικούς χώρους, σε σχολές ψαλτικής, στην εκπαίδευση, από κληρικούς και λαϊκούς, για να διατηρηθεί αυτή η παράδοση» ανέφερε ο Δρ Ιωάννης Ηλιάδης, Διευθυντής του Βυζαντινού Μουσείου Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄.
«Αποτελεί μια τέχνη», σημειώνει ο πρωτοπρεσβύτερος Νικόλαος Λυμπουρίδης, χοράρχης της Βυζαντινής Χορωδίας Ρωμανός ο Μελωδός, «που πέραν της γραπτής παραδόσεως, μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, από στόμα σε στόμα, από το δάσκαλο στο μαθητή, όσον αφορά στον τρόπο εκτέλεσής της, μιας και ο συγκεκριμμένος αυτός τρόπος δεν μπορεί να μεταδοθεί, παρά μόνο δια ζώσης. Αυτό είναι ίσως το βασικότερο στοιχείο που καθιστά αυτή την τέχνη μοναδική, αφού ξεκινά από την ίδρυση της Εκκλησίας στους Αποστολικούς χρόνους, και φτάνει ως τις μέρες μας, διανύοντας μια πορεία 2000 χρόνων».
Σε μήνυμά της από την Μπογκοτά της Κολομβίας, η εκπρόσωπος της Κύπρου στη Διακυβερνητική Επιτροπή και διορισμένη εμπειρογνώμονας της Κύπρου ως χώρας μέλους της Σύμβασης για τη Διαφύλαξη της Άϋλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς Δρ Άγγελ Νικολάου Κονναρή επισημαίνει την ιδιαίτερα σημαντική συνεισφορά της ψαλτικής τέχνης στη διατήρηση της συνέχειας της Αρχαίας Ελληνικής με τη Μεσαιωνική και Νεότερη Ελληνική και με την κυπριακή διάλεκτο καθώς επίσης την επίδρασή της στη δημοτική και λαϊκή ελληνική μουσική. «Τέχνη απαράμμιλλης λυρικότητας και πλήρες μουσικό σύστημα, η βυζαντινή μουσική αποτελεί έναν συγκλονιστικό συνδυασμό λόγου και στίχου, μουσικής και ρυθμού, χαρακτηριστικά που την καθιστούν ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της συλλογικής ταυτότητας των Ελλήνων».
Την υποψηφιότητα εγγραφής της «Ψαλτικής Τέχνης» στον Παγκόσμιο Κατάλογο, στήριξαν, μεταξύ άλλων, οι Πολιτιστικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, η Ειδική Επιτροπή για την Άϋλη Πολιτιστική Κληρονομιά, το Πολιτιστικό Ίδρυμα του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’, η Κυπριακή Επιτροπή Βυζαντινών Σπουδών, το Βυζαντινό Μουσείο, η Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών, το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, η Έδρα UNESCO του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, το Τμήμα Οπτικοακουστικών Παραγωγών Mediazone του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, ο Βυζαντινός Χορός Ιεροψαλτών της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου «Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός», η Χορωδία Βυζαντινής μουσικής «Ρωμανός ο Μελωδός», ο Χορός ψαλτών «Κύπριοι Μελωδοί», η Σχολή Βυζαντινής Μουσικής της Ιεράς Μονής Κύκκου, η Σχολή Εκκλησιαστικής και Παραδοσιακής Μουσικής της Ιεράς Μητρόπολης Λεμεσού και η Ιερά Μονή Αγίου Ηρακλειδίου.
Η Κύπρος, μέχρι στιγμής, έχει εγγράψει στον Παγκόσμιο Κατάλογο πέντε στοιχεία: το «Λευκαρίτικο κέντημα» το 2009, τα «Τσιαττιστά» το 2011, τη «Μεσογειακή Διατροφή», σε συνεργασία με άλλες 6 χώρες το 2013, την «Τέχνη της Ξερολιθιάς» σε συνεργασία με άλλες επτά χώρες το 2018 και την «Ψαλτική Τέχνη (βυζαντινή μουσική)», σε συνεργασία με την Ελλάδα, το 2019.
Σχετικό φιλμάκι (HD) στα ελληνικά με αγγλικούς υπότιτλους
https://www.youtube.com/watch?v=HsmWsDdUlNU
Για περισσότερες πληροφορίες:
Δρ Αντιγόνη Πολυνείκη
Γραφείο Κυπριακής Εθνικής Επιτροπής UNESCO